ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Γ ((ΜΜΕΘΘΟΔΟΣ...

52
πλάλα ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΜΑΤΑΡΑΓΚΑΣ ΣΧΟΛ. ΕΤΟΣ 2013-14 Ομιλείτε αιτωλικά ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ (ΜΕΘΟΔΟΣ PROJECT) Β΄ ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ Α 1 ΤΑΞΗ Ομάδα Α΄ Ακαρέπη Μαρίνα Γκούβρα Ευθαλία Γκρέκας Κ. Αναστάσιος Δανιά Μαρία Λιβαθινού Λαμπρινή Ομάδα Β΄ Αραχωβίτη Ελισάβετ Γκρέκας Ν. Αναστάσιος Ζολώτας Αθανάσιος Λάιος Κωνσταντίνος Λιάτσου Ευαγγελία Ομάδα Γ΄ Γαλαζούλα Γεωργία Ζουμπούλης Ραφαήλ Θεοδωρόπουλος Κων/νος Θεοδωροπούλου Ευφροσύνη Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μακρυκώστα Παναγιώτα (ΠΕ 02, Φιλόλογος) χαλεύου μέχομαι κ’κί σαούρα αλπού ταΐζου δ’κος τς χέρ’

Transcript of ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Γ ((ΜΜΕΘΘΟΔΟΣ...

πλάλα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΜΑΤΑΡΑΓΚΑΣ ΣΧΟΛ. ΕΤΟΣ 2013-14

ΟΟμμιιλλεείίττεε ααιιττωωλλιικκάά

ΕΕΡΡΕΕΥΥΝΝΗΗΤΤΙΙΚΚΗΗ ΕΕΡΡΓΓΑΑΣΣΙΙΑΑ ((ΜΜΕΕΘΘΟΟΔΔΟΟΣΣ PPRROOJJEECCTT))

ΒΒ΄́ ΤΤΕΕΤΤΡΡΑΑΜΜΗΗΝΝΟΟΥΥ

Α1 ΤΑΞΗ

Ομάδα Α΄

Ακαρέπη Μαρίνα

Γκούβρα Ευθαλία

Γκρέκας Κ. Αναστάσιος

Δανιά Μαρία

Λιβαθινού Λαμπρινή

Ομάδα Β΄

Αραχωβίτη Ελισάβετ

Γκρέκας Ν. Αναστάσιος

Ζολώτας Αθανάσιος

Λάιος Κωνσταντίνος

Λιάτσου Ευαγγελία

Ομάδα Γ΄

Γαλαζούλα Γεωργία

Ζουμπούλης Ραφαήλ

Θεοδωρόπουλος Κων/νος

Θεοδωροπούλου Ευφροσύνη

Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μακρυκώστα Παναγιώτα (ΠΕ 02, Φιλόλογος)

χαλεύου μέχομαι κ’κί σαούρα

αλπού ταΐζου δ’κος τς χέρ’

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

ΕΕιισσααγγωωγγιικκόό ΣΣηημμεείίωωμμαα

Η ερευνητική εργασία ““ΟΟμμιιλλεείίττεε ααιιττωωλλιικκάά ”” εκπονήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος

«Ερευνητική Εργασία (project)» από την Α1 τάξη του Ενιαίου Λυκείου Ματαράγκας. Στην

υλοποίηση του προγράμματος έλαβαν μέρος 8 μαθήτριες και 6 μαθητές.

Η γραπτή παρουσίαση του project περιλαμβάνει:

1. Κριτήρια επιλογής του θέματος

2. Προσδιορισμό σκοπών και στόχων

3. Σύνδεση της ερευνητικής εργασίας με το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών

4. Περιγραφή της πορείας της εργασίας και παρουσίαση του υλικού.

Α. Κριτήρια επιλογής του θέματος

Καθώς μέσω της γλώσσας αποτυπώνεται η φυσιογνωμία του λαού που την ομιλεί, η μελέτη του

τοπικού γλωσσικού ιδιώματος οδηγεί σε καλύτερη γνώση και βαθύτερη κατανόηση των

ανθρώπων και της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής του τόπου καταγωγής των μαθητών/-

τριών (παραδόσεις, έθιμα, αντιλήψεις κτλ.).

Η διάσωση της ντοπιολαλιάς, με τη συγκέντρωση και καταγραφή τοπικών ιδιωματικών λέξεων

και εκφράσεων, αποτελεί σημαντικό παράγοντα διατήρησης της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας και του

πολιτισμικού πλούτου της περιοχής.

Β. Σκοποί και στόχοι του προγράμματος.

Η βαθύτερη γνώση των απλών ανθρώπων που μιλούν το τοπικό ιδίωμα και γενικότερα

της ζωής, όπως αυτή διαμορφώνεται σε τοπικό επίπεδο.

Η ανάδειξη της ποικιλομορφίας, της ζωντάνιας και της ευελιξίας που χαρίζει η χρήση του

τοπικού ιδιώματος και όλων των ιδιωμάτων/διαλέκτων στην ελληνική γλώσσα.

Η ανάδειξη της σημασίας επιβίωσης της ντοπιολαλιάς για τη διατήρηση του πολιτισμικού

πλούτου της περιοχής.

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Η συστηματική συγκέντρωση, επεξεργασία και καταγραφή των ιδιωματικών στοιχείων της

τοπικής γλώσσας (λέξεις, εκφράσεις) σε λεξικό.

Γνωστικοί στόχοι

Η γνώση και η κατανόηση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας (στάδια εξέλιξης,

κοινωνικές και γεωγραφικές ποικιλίες κτλ.).

Η συνειδητοποίηση της συμβολής της ντοπιολαλιάς στον εμπλουτισμό της ελληνικής

γλώσσας.

Η κατανόηση της σημασίας επιβίωσης του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος ως φορέα της

ιδιαίτερης κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας της περιοχής.

Συναισθηματικοί στόχοι

Αποβολή του αισθήματος μειονεξίας των ατόμων που χρησιμοποιούν το τοπικό γλωσσικό

ιδίωμα καθώς περιφρονούνται ή χλευάζονται από τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων.

Ενίσχυση του αισθήματος υπερηφάνειας κατά τη χρήση της ντοπιολαλιάς.

Ενθάρρυνση για χρήση της τοπικής ιδιωματικής γλώσσας στην καθημερινή προφορική

ζωντανή επικοινωνία.

Γ. Σύνδεση της ερευνητικής εργασίας με το Αναλυτικό Πρόγραμμα

Σπουδών.

Η εν λόγω ερευνητική εργασία συνδέεται άμεσα:

με το μάθημα της ΈΈκκφφρραασσηηςς--ΈΈκκθθεεσσηηςς και ειδικότερα με τη διδασκαλία του

πρώτου κεφαλαίου του σχολικού βιβλίου ‘’Γλώσσα και Γλωσσικές ποικιλίες’’..

Λειτούργησε και ως αφόρμηση της ερευνητικής εργασίας.

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

με την ΙΙσσττοορρίίαα ττοουυ ΑΑρρχχααίίοουυ ΚΚόόσσμμοουυ καθώς γίνεται εκτενής αναφορά στη χρήση

της γραφής κατά τις διάφορες φάσεις της ελληνικής ιστορικής και πολιτισμικής

πορείας.

με τις ξξέέννεεςς γγλλώώσσσσεεςς που μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά ως προς την

κατανόηση και επεξεργασία ξενόγλωσσων κειμένων σχετικών με το θέμα.

με την χρήση των ΤΤ..ΠΠ..ΕΕ..: εξοικείωση των μαθητών με word (παραγωγή γραπτού

λόγου κατά την παρουσίαση της ερευνητικής εργασίας,), powerpoint (παραγωγή

πολυτροπικού κειμένου κατά την παρουσίαση της ερευνητικής εργασίας), windows

movie maker (δημιουργία video). Παράλληλα, εξοικειώνονται με την αναζήτηση

πληροφοριακού υλικού στο διαδίκτυο (χρήση μηχανών αναζήτησης κτλ.) και τη χρήση

προγράμματος δημιουργίας ηλεκτρονικού λεξικού.

Δ. Πορεία ερευνητικής εργασίας.

Η ερευνητική εργασία εκπονήθηκε κατά τη διάρκεια του β΄ τετραμήνου

(Ιανουάριος 2014 – Ιούνιος 2014) και ακολουθήθηκε η παρακάτω πορεία:

Ευαισθητοποίηση – προβληματισμός

Σκοποθεσία - στοχοθεσία

Χωρισμός των μαθητών σε τρεις υποομάδες εργασίας, οι οποίες

εργάζονταν παράλληλα στις διάφορες φάσεις της ερευνητικής εργασίας.

Παρουσίαση της ερευνητικής εργασίας.

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

ΦΦάάσσεειιςς εερρεευυννηηττιικκήήςς εερργγαασσίίααςς::

Χωρίσαμε την ερευνητική εργασία σε δυο (2) επιμέρους ενότητες/φάσεις:

1η ενότητα: θεωρητική προσέγγιση του θέματος – μελέτη της ιστορίας της

ελληνικής γλώσσας, των κοινωνικών και γεωγραφικών ποικιλιών της, του τοπικού

ιδιώματος –.

2η ενότητα: δημιουργία ιδιωματικού λεξικού – συστηματική συγκέντρωση κι

επεξεργασία των τοπικών ιδιωματικών λέξεων και εκφράσεων και καταγραφή τους

σε λεξικό –.

ΠΠώώςς εερργγαασσττήήκκααμμεε ((μμεεθθοοδδοολλοογγίίαα))::

Χωριστήκαμε σε τρεις (3) ομάδες (ομάδες Α, Β, Γ)

Και οι τρεις ομάδες εργαστήκαμε παράλληλα – αλλά σε διαφορετικό ζητούμενο–

στην θεωρητικής φύσης πρώτη ερευνητική ενότητα του project.

εργαστήκαμε από κοινού κατά την αναζήτηση και καταγραφή λέξεων-φράσεων

ιδιωματικού χαρακτήρα στην δεύτερη ερευνητική ενότητα του project.

Μετά την ολοκλήρωση της βιβλιογραφικής έρευνας και τη συγκέντρωση των

ιδιωματικών στοιχείων:

συνθέσαμε το κείμενο της εργασίας (word)

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

συγγράψαμε και τυπώσαμε το ιδιωματικό λεξικό

ετοιμάσαμε την τελική παρουσίαση της ερευνητικής εργασίας (Power point).

Ομάδα Α΄

Ακαρέπη Μαρίνα

Γκούβρα Ευθαλία

Γκρέκας Αναστάσιος του Κ.

Δανιά Μαρία

Λιβαθινού Λαμπρινή

Ομάδα Β΄

Αραχωβίτη Ελισάβετ

Γκρέκας Αναστάσιος του Ν.

Ζολώτας Αθανάσιος

Λάιος Κωνσταντίνος

Λιάτσου Ευαγγελία

Ομάδα Γ΄

Γαλαζούλα Γεωργία

Ζουμπούλης Ραφαήλ

Θεοδωρόπουλος Κων/νος

Θεοδωροπούλου Ευφροσύνη

ΟΟιι εεππιιμμέέρροουυςς φφάάσσεειιςς ττηηςς εερρεευυννηηττιικκήήςς εερργγαασσίίααςς

ΑΑ΄́ φφάάσσηη: Διερεύνηση.

Ερευνητικό ερώτημα: Τι είναι η ελληνική γλώσσα και πως συσχετίζεται με τη

χρήση τοπικών διαλέκτων/ιδιωμάτων;

Στόχος: Η διερεύνηση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας (αα.. καταγωγή και

προέλευση, ββ.. εξελικτικά στάδια, γγ.. ποικιλίες) και ο συσχετισμός της με τη χρήση

τοπικών ιδιωματικών γλωσσών (δδ.. γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες, εε.. ταξινόμηση

διαλέκτων, σσττ.. τοπικό γλωσσικό ιδίωμα).

Μέθοδος: Αναζήτηση πληροφοριακού υλικού στο διαδίκτυο και σε βιβλιοθήκες,

επεξεργασία και αποδελτίωση.

εργασία στην ολομέλεια: καθορίσαμε τις πηγές αναζήτησης πληροφοριών

(διαδίκτυο, βιβλιοθήκη σχολείου) και διανεμήθηκαν οι εργασίες αρχικά ανά ομάδα και

κατόπιν κατά άτομο σε κάθε ομάδα.

εργασία στις ομάδες: αναζητήσαμε πληροφορίες στο διαδίκτυο (στο εργαστήριο

πληροφορικής) και στη βιβλιοθήκη του σχολείου μας.

εργασία κατά άτομο: στην τάξη επεξεργαστήκαμε το υλικό που συγκεντρώσαμε

(προηγήθηκε εκτύπωση κι διανομή του υλικού ανά ομάδα και κατά άτομο)

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

εργασία στις ομάδες: στην τάξη συγκεντρώσαμε το αποδελτιωμένο υλικό ανά

ομάδα.

εργασία στις ομάδες: συγγράψαμε στο εργαστήριο πληροφορικής τις σχετικές

υποενότητες της εργασίας.

1. Η ελληνική γλώσσα

1.1. Καταγωγή / προέλευση.

Η ελληνική είναι μια από τις 4000 ομιλούμενες γλώσσες στον κόσμο. Λόγω του υψηλού

επιπέδου κειμένων που γράφτηκαν σε αυτή, ιδίως κατά τα αρχαία χρόνια, αναγνωρίζεται ως

κκλλαασσιικκήή γγλλώώσσσσαα (το ίδιο και η λατινική) και αποτελεί

μια από τις καλύτερα μελετημένες διεθνώς γλώσσες.

Προήλθε από την

ινδοευρωπαϊκή πρωτο-

γλώσσα/μητέρα γλώσσα ή

κατατάσσεται στην ιιννδδοοεευυρρωωππααϊϊκκήή οικογένεια γλωσσών, όπως

αλλιώς συνηθίζουμε να λέμε. Θεωρείται η δεύτερη αρχαιότερη γλώσσα

της οικογένειας αυτής - μετά τη χεττιτική (1700 π.Χ.)-, με την ιστορία

της να αρχίζει περίπου στα 1600-1500 π.Χ.

Τη θεωρία της ινδοευρωπαϊκής (ΙΕ) πρωτο-γλώσσας ή

μητέρας-γλώσσας διατύπωσε στα τέλη του 18ου αι. ο Sir William

Jones, άγγλος δικαστής στις Ινδίες, όταν διαπίστωσε συγγένεια μεταξύ της Σανσκριτικής (αρχαίας

Ινδικής) και των κλασικών ευρωπαϊκών γλωσσών, των Ελληνικών και των Λατινικών.

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή περί την 5η

χιλιετία π.Χ., κάπου, βορείως της Μαύρης

Θάλασσας, ζούσε μια ομάδα μη φυλετικά

συγγενών λαών με κοινά όμως πολιτιστικά

χαρακτηριστικά που μιλούσε την ίδια

γλώσσα. Από την ομάδα αυτή των λαών,

αποσχίστηκαν διάφορα φύλα με

κατεύθυνση είτε ανατολικά είτε δυτικά.

Ελληνικά Λατινικά Σανσκριτικά

μήτηρ mater mata

(αιτ: mataram)

πατὴρ pater pita

(αιτ: pitaram)

τρεῖς tres trayas

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Προέκυψαν τότε από την ΙΕ πρωτο-γλώσσα πολλές επιμέρους γλωσσικές οικογένειες ή

μεμονωμένες γλώσσες, όπως η Ελληνική, οι οποίες, μολονότι απέχουν γεωγραφικά,

παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες.

1.2. Εξελικτικά στάδια.

Η μακραίωνη ιστορία της ελληνικής γλώσσας διαιρείται στις ακόλουθες περιόδους:

• Πρωτο-ελληνική (περ. 5η χιλιετία π.Χ μέχρι τον 15ο αι. π.Χ.)

• Αρχαία ελληνική (15ος αι. – 300 π.Χ.)

• Ελληνιστική Κοινή (300 π.Χ. – 6ος αι. μ.Χ.)

• Μεσαιωνική (6ος αι. μ.Χ. – 15ος αι.)

• Νεότερη ελληνική (15ος – σήμερα)

Πρωτο-ελληνική περίοδος (περ. 5η χιλιετία π.Χ μέχρι τον 15ο αι. π.Χ.): Σύμφωνα με τη

θεωρία της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, γύρω στο 5.000 π.Χ. τα φύλα που αργότερα

ονομάστηκαν Έλληνες, αποσχίστηκαν από την αρχική τους κοιτίδα (κάπου Β. της Μαύρης

Θάλασσας) και άρχισαν να κατεβαίνουν προς το νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου. Όταν

λοιπόν, οι πληθυσμοί αυτοί, έφτασαν στη χώρα της σημερινής Ελλάδας δε βρήκαν έναν

ακατοίκητο τόπο. Αντιθέτως, κατοικούσαν εδώ οι Προέλληνες (Κάρες, Λέλεγες. Πελασγοί) που

τους κληροδότησαν πλούσιο γλωσσικό υλικό. Πρόκειται για λέξεις που ούτε μπορούν να

ετυμολογηθούν με βάση τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας ούτε να σχετιστούν με ρίζες των

ινδοευρωπαϊκών λέξεων (λέξεις με μη ελληνικά επιθήματα --π.χ. –ινθος < λαβύρινθος-- και λέξεις

θρησκευτικής, πολιτικής, υλικής φύσης άγνωστες στα πρώτα ελληνικά φύλα –π.χ. Κρήτη, Κηφισός,

σέλινον, χαλκός, σωλήν, Άρτεμις, τύραννος, θάλασσα κλπ. --). Παράλληλα πολλές λέξεις δανείστηκε

η ελληνική κι από άλλες γλώσσες της Ανατολής (π.χ. βίβλος, παράδεισος, σατράπης κτλ.).

Κατά συνέπεια η ελληνική γλώσσα στο ξεκίνημά της είναι μια σύνθεση που έχει ως βάση το

ινδοευρωπαϊκό γλωσσικό υλικό εμπλουτισμένο όμως με λέξεις από το προελληνικό υπόστρωμα

και δάνεια από άλλες ανατολικές γλώσσες.

Αρχαία ελληνική περίοδος (15ος αι. – 300 π.Χ.): Η συλλαβική γραμμική Β΄ γραφή των

μυκηναϊκών πινακίδων αποτελεί αποδεδειγμένα

την πρώτη γραπτή αναπαράσταση της ελληνικής

γλώσσας (14ος–13ος αι. π.Χ.). Στην ομηρική εποχή

ή αλλιώς στους «σκοτεινούς αιώνες», όπως

ονομάστηκε η εποχή που διαδέχτηκε την πτώση

Η οινοχόη του Διπύλου Αθηνών που φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αποτελεί μια από τις αρχαιότερες

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

του μυκηναϊκού κόσμου (11ος-8ος αι. π.Χ.), η γραφή χάνεται για να επανεμφανιστεί τον 9ο αι. π.Χ.

όταν οι Έλληνες υιοθέτησαν την αλφαβητική γραφή. Ειδικότερα, παρέλαβαν από τους Φοίνικες το

βορειοσημιτικό συμφωνογραφικό (δήλωνε μόνο τα σύμφωνα) αλφαβητικό σύστημα γραφής

(αλφάβητο της Σημιτικής γλωσσικής οικογένειας) το οποίο και εξέλιξαν επινοώντας τα φωνήεντα,

τα δασέα σύμφωνα φ και χ, το διπλό σύμφωνο ψ και το φωνήεν ω. Δημιούργησαν έτσι την πρώτη

αλφαβητική γραφή, το πρώτο αλφάβητο όπου κάθε γράμμα δήλωνε/παρίστανε κι ένα φθόγγο.

Όσο κι αν την πρώτη ύλη την δανείστηκαν οι Έλληνες από άλλους, το αλφάβητο αναγνωρίζεται

διεθνώς ως καθαρά ελληνική δημιουργία. Οι αρχαιότερες δε γνωστές ελληνικές αλφαβητικές

επιγραφές χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 8ου π.Χ. αι. (η επιγραφή του Διπύλου σε οινοχόη

που βρέθηκε στην Αθήνα το 1871 και η επιγραφή στο «ποτήριον του Νέστορος» που βρέθηκε σε

νησί της Αδριατικής το 1954).

Η αρχαία ελληνική γλώσσα, δεν παρουσιάζει στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές ενιαία

μορφή. Έτσι, κάνουμε λόγο για αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Ο διαλεκτικός κατακερματισμός της

Ελληνικής σχετίζεται με τους ορεινούς όγκους του ελληνικού γεωγραφικού χώρου που

δημιουργούν πολλές απομονωμένες περιοχές και περίκλειστους τόπους εγκατάστασης, τη

διαδοχική είσοδο των ελληνικών φύλων στο ελλαδικό χώρο και τη διασπορά τους σε αυτόν και,

τέλος, την πολιτική αυτοτέλεια των οικιστικών κέντρων.

Οι βασικές, λοιπόν, διάλεκτοι της Α.Ε. γλώσσας είναι:

1. Η ΙΙωωννιικκήή--ΑΑττττιικκήή (Αττική, Εύβοια, Κυκλάδες, Ιωνία)

2. Η ΑΑιιοολλιικκήή (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβος και η απέναντι μικρασιατική ακτή, η Αιολία)

3. Η ΔΔωωρριικκήή (Ήπειρος, Δυτ. Στερεά, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησος και τα

απέναντι παράλια της Μ. Ασίας)

4. Η ΑΑρρκκααδδοοκκυυππρριιαακκήή (Αρκαδία και Κύπρος)

5. Η ΜΜαακκεεδδοοννιικκήή

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Από τον 4ο αι. π.Χ. παράλληλα με την επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας παρατηρείται το

φαινόμενο της εξάπλωσης της χρήσης της αττικής διαλέκτου. Η ένταξη των περισσοτέρων ιωνικών

πόλεων στην αθηναϊκή συμμαχία αλλά κυρίως η μεγάλη εμπορική και οικονομική διείσδυση των

Αθηναίων σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο έκαναν την αττική διάλεκτο την πρώτη προφορική κοινή

γλώσσα των Ελλήνων, ένα πανελλήνιο γλωσσικό όργανο. Μεγάλη ώθηση στην κυριαρχία της αττικής

έδωσε και η υιοθέτησή της ως επίσημης γλώσσας της μακεδονικής αυλής.

Η καθιέρωση της αττικής ως επίσημης γλώσσας των μακεδόνων βασιλέων και της αριστοκρατίας σε

συνδυασμό με τη σχετική απομόνωση της Μακεδονίας από τον υπόλοιπο «ανεπτυγμένο» ελληνικό

κόσμο και, συνεπώς, την πολιτισμική υστέρηση της περιοχής στους πρώιμους χρόνους αποτελούν τους

βασικούς λόγους απουσίας σωζόμενων διαλεκτικών μακεδονικών επιγραφών. Έτσι, ενώ από όλες τις

περιοχές της Ελλάδας μας σώζεται διαλεκτικό υλικό, κυρίως σε επιγραφές, δεν διαθέτουμε συνεχή

κείμενα γραμμένα στη μακεδονική διάλεκτο. Μας σώζονται πολλά κύρια ονόματα (π.χ. Φίλιππος,

Αλέξανδρος, Ευρυδίκη κ.ά.) και μεμονωμένες λέξεις. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία ωστόσο,

γλωσσολόγοι και ιστορικοί απέδειξαν με αδιάσειστα επιχειρήματα, ότι η Μακεδονική διάλεκτος ήταν

ελληνική και μάλιστα υπάγεται στα βόρεια (συγκεκριμένα βορειοδυτικά) ιδιώματα που παρουσιάζουν

συνάφεια με τη δωρική διάλεκτο. Φυσικά, σε αττική διάλεκτο σώζονται πάμπολλες επιγραφές στη

Μακεδονία.

Mέχρι τον 3ο αι. π.X. λοιπόν η ελληνική γλώσσα είναι ένα σύνολο διαλέκτων, που δεν

δημιουργούν όμως ανυπέρβλητα προβλήματα αμοιβαίας συνεννόησης στους χρήστες τους.

Παρόλο που δεν υπάρχει ακόμα ένα κοινό, πανελλήνιο γλωσσικό μέσο έκφρασης και επικοινωνίας,

υπάρχει η αίσθηση και η συνείδηση της γλωσσικής ενότητας. Στη συνειδητοποίηση της ενότητας

της ελληνικής γλώσσας οδηγούν βαθμιαία στο πέρασμα των αιώνων και η επικοινωνία ανάμεσα

στα φύλα, οι αναμείξεις τους στις αποικίες, οι οικονομικές δοσοληψίες, οι διάφορες συμμαχίες και

οι συγκρούσεις με τους βαρβάρους.

Ελληνιστική Κοινή (300 π.Χ. – 6ος αι. μ.Χ.): Οι Μακεδόνες χρησιμοποιούσαν την αττική

διάλεκτο ως διοικητική γλώσσα του κράτους τους. Στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου με την

εξάπλωση της κυριαρχίας τους ως τον Ινδό ποταμό, η αττική αρχίζει να χρησιμοποιείται σε όλη

αυτή την αχανή έκταση. Η ελληνική γίνεται η γλώσσα –πέραν της διοικήσεως– του εμπορίου, της

οικονομίας, της διπλωματίας και της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Γίνεται η κοινή γλώσσα

συνεννοήσεως, η lingua franca όλης της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Γνωρίζει διάδοση τέτοια

που συχνά παρομοιάζεται με την κυριαρχία της Αγγλικής στη σύγχρονη εποχή.

Χάρτης διαλέκτων αρχαίας ελληνικής γλώσσας

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Όπως είναι φυσικό, η γλώσσα αυτή, καθώς χρησιμοποιούνταν από πάμπολλους ποικίλους

πληθυσμούς, δεν μπορούσε να μείνει αμετάβλητη. Ως βάση είχε την αττική διάλεκτο η οποία

βαθμιαία δέχτηκε πολλές αλλαγές και απλοποιήσεις, ως ζωντανή ομιλούμενη γλώσσα της

καθημερινής επικοινωνίας, ειδικά στις νέες μεγάλες μητροπόλεις του ελληνιστικού κόσμου, την

Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Πέργαμο, τη Σελεύκεια. Με τον όρο λοιπόν ΕΕλλλληηννιισσττιικκήή ΚΚοοιιννήή

ονομάζουμε το κοινό γλωσσικό όργανο το οποίο υποκατέστησε τις παλιές τοπικές διαλέκτους κι

επικράτησε ως η πλέον διαδεδομένη γλώσσα επικοινωνίας των πληθυσμών της Α. Μεσογείου.

Η ελληνιστική κοινή με τους εννιά αιώνες κυριαρχίας της αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην

ιστορία της ελληνικής γλώσσας καθώς επισυνέβησαν όλες εκείνες οι αλλαγές (φωνολογικές,

μορφολογικές, συντακτικές, λεξιλογικές) που καθόρισαν τα βασικά χαρακτηριστικά όχι μόνο της

ελληνιστικής κοινής αλλά και της σημερινής μορφής της γλώσσας μας, δηλ. της νέας ελληνικής.

Έτσι, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η ελληνιστική κοινή μοιάζει περισσότερο με τη νέα

ελληνική γλώσσα παρά με την αρχαία ελληνική κι ότι η ελληνιστική κοινή αποτελεί την απαρχή της

νέας ελληνικής γλώσσας.

Το φαινομενικά αυτό παράδοξο γεγονός εξηγείται από τις παρακάτω μεγάλες μεταβολές που

έλαβαν χώρα στην περίοδο της ελληνιστικής κοινής:

Φωνητικές: οι δίφθογγοι αρχίζουν να προφέρονται ως μονόφθογγοι (ει=/i/, αι=/e/, οι=/i/

κ.ο.κ.), τα β, γ, δ αρχίζουν να προφέρονται όπως σήμερα και όχι [b], [g], [d] όπως προφέρονταν

κατά τους αρχαίους χρόνους.

Μορφολογικές: χάνεται ο δυϊκός αριθμός και συγχωνεύεται με τον πληθυντικό, πολλά

τριτόκλιτα ενοποιούνται με τα πρωτόκλιτα (ελπίς = ελπίδα, ποιμήν = ποιμένας κ.ο.κ.).

Συντακτικές: χάνεται η συντακτική λειτουργία του απαρεμφάτου και της μετοχής καθώς και

της δοτικής. Το απαρέμφατο και η μετοχή αναλύονται σε δευτερεύουσες προτάσεις και τη θέση

της δοτικής παίρνουν η γενική ή η αιτιατική.

Λεξιλογικές: πολλές αρχαίες λέξεις αντικαθίστανται από νέες και πολλές άλλες αλλάζουν

σημασία (ιδίως με την εμφάνιση του Χριστιανισμού: εκκλησία, άγγελος, δαίμων κ.λπ.).

Και τέλος:

Η εισαγωγή των τόνων: κατά την περίοδο αυτή εισάγονται οι τόνοι, κυρίως για τη

διευκόλυνση των μη ιθαγενών ομιλητών της Ελληνικής, δηλ. των ξένων που ήθελαν να μάθουν

τα Ελληνικά.

Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να γίνει στο κίνημα του αττικισμού. Από τον 1ο αι. π.Χ. οι λόγιοι

και οι γραμματικοί (δηλ. οι φιλόλογοι) των ελληνιστικών κέντρων, θεωρώντας ότι βίωναν μια

περίοδο πνευματικής και λογοτεχνικής παρακμής, άρχισαν να υποστηρίζουν την επιστροφή στην

παλιά αττική διάλεκτο ως τη μόνη θεραπεία. Πίστευαν δηλαδή ότι μόνο η διδασκαλία και η μίμηση

της γλώσσας των μεγάλων συγγραφέων της Αθήνας της κλασικής περιόδου θα συντελούσε στην

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

παραγωγή έργων παρόμοιων με εκείνα του ένδοξου παρελθόντος. Η πνευματική αυτή αντίδραση

ονομάστηκε «ααττττιικκιισσμμόόςς» (< αττικίζω = μιμούμαι την αττική διάλεκτο).

Το κριτήριο προτίμησης μιας λέξης (και απαγόρευσης μιας άλλης) ήταν αν κείται ή ου κείται

σε ένα αττικό κείμενο του 5ου-4ου αι. π.Χ., δηλαδή αν απαντάται, αν εμφανίζεται σε έναν αττικό

συγγραφέα ή όχι. Εξ ου και αποκαλούσαν χλευαστικά τους γραμματικούς αυτούς κειτούκειτους ή

τιπούκειτους (τι κείται, πού κείται;) εξαιτίας της εμμονής τους στα ερωτήματα αυτά. Όλες οι λέξεις

ή οι τύποι που δεν εμφανίζονται σε αττικά κείμενα πρέπει να απορριφθούν και να

αντικατασταθούν από γνήσιους αττικούς τύπους.

Ο αττικισμός που διήρκεσε δυο ολόκληρους αιώνες (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.) προσπάθησε να

επιφέρει μια ανάσχεση στη ζωντανή εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας επιχειρώντας να επιβάλει μια

έντονα ρυθμιστική γλωσσική κατάσταση.

Φυσικά το κήρυγμα αυτό του αττικισμού δεν αφορούσε τις πλατιές μάζες της κοινωνίας και

ούτε βέβαια ήταν δυνατό να επηρεάσει την εξέλιξη της προφορικής γλώσσας. Άσκησε όμως μεγάλη

επίδραση στους λογίους, στους γραμματικούς, στους δασκάλους και τους σπουδαστές κυρίως των

σχολών φιλοσοφίας και ρητορικής.

Ωστόσο, η κίνηση του αττικισμού κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην ιστορία της

Ελληνικής, γιατί αποτελεί την αφετηρία, την «ληξιαρχική πράξη γεννήσεως» της διγλωσσίας, δηλ.

του γλωσσικού διχασμού των Ελλήνων: "υποτίμηση της ομιλούμενης γλώσσας -ως προϊόντος

φθοράς- και αναζήτηση της αρχαίας ή αρχαιότροπης "καθαρότητας". Από τότε και στο εξής η

ελληνική γλώσσα θα κυλά σε δύο κατά βάση κανάλια: από τη μια η τεχνητώς αττικίζουσα, η

αρχαΐζουσα γραφομένη γλώσσα των μορφωμένων και των λογίων συγγραφέων, και από την άλλη

η ζωντανή, καθομιλουμένη, δημώδης, γλώσσα των απλών ανθρώπων. Η πρώτη παραμένει

«ακίνητη» και προσπαθεί να μοιάσει στον 5ο-4ο αιώνα π.Χ., ενώ η δεύτερη εξελίσσεται συνεχώς

στον προφορικό λόγο, από στόμα σε στόμα και από τη μητέρα στο παιδί της. O γραπτός λόγος -είτε

ως λογοτεχνία είτε ως "επίσημος" λόγος (γλώσσα της διοίκησης και της εκπαίδευσης)-

κυριαρχείται, μέχρι και τον 20ο αιώνα, από αυτή την κλασικιστική "νοσταλγία" που εισάγει ο

αττικισμός.

Ένα άλλο σημείο που αξίζει να τονιστεί είναι ή σσύύννδδεεσσηη ττηηςς ΕΕλλλληηννιισσττιικκήήςς ΚΚοοιιννήήςς μμεε ττοο

ΧΧρριισσττιιααννιισσμμόό.. Ο απόστολος Παύλος είχε αρκετά νωρίς την ευφυή ιδέα να ανοίξει τον Χριστιανισμό

για τους εθνικούς (δηλ. τους έλληνες πολυθεϊστές) και όχι μόνο για τους Ιουδαίους. Γι’ αυτό και

χρησιμοποίησε την ελληνική γλώσσα –που ούτως ή άλλως ήταν η κοινή γλώσσα της εποχής– ως

όχημα διάδοσης της χριστιανικής διδασκαλίας. Έτσι, η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι

Χριστιανοί και οι Ευαγγελιστές ήταν η Κοινή, η απλή γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων. Άλλωστε η

νέα θρησκεία καταδίκαζε οτιδήποτε αρχαίο ως ειδωλολατρικό. Η στροφή στην αρχαία ελληνική

γλώσσα έγινε τον 4ο αι. μ.Χ. με τους τρεις ιεράρχες, Βασίλειο, Γρηγόριο και Ιωάννη οι οποίοι είχαν

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

αποκτήσει βαθιά ελληνική μόρφωση και προσπαθούσαν να εξοικειώσουν τον Χριστιανισμό με την

αρχαιοελληνική παιδεία. Έκτοτε η επίσημη εκκλησία έχει υιοθετήσει την αττικίζουσα γλώσσα

(ακόμη και σήμερα τα μηνύματα και οι επιστολές του Οικουμενικού Πατριάρχη είναι γραμμένα σε

αυτή τη γλωσσική μορφή).

Μεσαιωνική (6ος αι. μ.Χ. – 15ος αι.): Στη μακρά αυτή περίοδο κύριο χαρακτηριστικό της

Ελληνικής γλώσσας είναι η γλωσσική διάσπαση, δηλαδή αφενός η παγίωση της διαφοράς

προφορικού και γραπτού λόγου κι αφετέρου η παγίωση της διαφοράς της καθημερινής δημώδους

και της επίσημης αρχαΐζουσας γλώσσας. Ιδίως η μέση και όψιμη βυζαντινή περίοδος της ελληνικής

γλώσσας (11ος-15ος αιώνας), είναι πολύ σημαντική στην εξέλιξη της Ελληνικής, γιατί τότε

διαμορφώνεται το πρόπλασμα της σύγχρονης Νεοελληνικής δεδομένου ότι τότε χρησιμοποιείται

για πρώτη φορά η προφορική γλώσσα για ορισμένες μορφές της γραπτής λογοτεχνικής έκφρασης

– δημώδης λογοτεχνία του Βυζαντίου–, και τότε δημιουργούνται οι νεοελληνικές διάλεκτοι (η αρχή

τους τοποθετείται στον 13ο αι., όταν διασπάται πολιτικά το βυζαντινό κράτος με την άλωση από

τους Φράγκους σταυροφόρους το 1204).

Νεότερη ελληνική (15ος – σήμερα): Η διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής εθνικής

γλώσσας, της "κοινής" νέας ελληνικής, στα πλαίσια του ελληνικού εθνικού κράτους, δημιουργείται

μετά την επιτυχή Επανάσταση του 1821 κατά της οθωμανικής κυριαρχίας. Ήδη στα 1825-1840

διαμορφώνεται μια νέα ομιλούμενη κοινή, βασισμένη στην πελοποννησιακή διάλεκτο. Στον γραπτό

λόγο, ωστόσο, στη διοίκηση και στην εκπαίδευση εξακολουθεί να κυριαρχεί, σε διάφορες εκδοχές,

η αρχαΐζουσα μορφή γλώσσας, η "καθαρεύουσα". Η διαμόρφωση επομένως της νέας ελληνικής

γλώσσας πέρασε μέσα από το δύσκολο μονοπάτι της διγλωσσίας, του γλωσσικού ζητήματος.

Όπως ήδη αναφέρθηκε η αντίδραση του αττικισμού (1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.) έθεσε τις βάσεις

του γγλλωωσσσσιικκοούύ ζζηηττήήμμααττοοςς και κατά τη μεσαιωνική/βυζαντινή περίοδο της ελληνικής γλώσσας

παγιώθηκε η διαφορά μεταξύ της καθημερινής δημώδους και της επίσημης αρχαΐζουσας γλώσσας.

Έτσι και καθ’ όλη την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού αλλά και μετά την ίδρυση του

ελληνικού κράτους ένα είναι το ερώτημα που απασχολεί τους λογίους: Ποια θα είναι η εθνική

γλώσσα της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων και εν τέλει η επίσημη γλώσσα του νεότευκτου κράτους;

Η δημώδης γλώσσα του λαού ή η αρχαΐζουσα γλώσσα των λογίων;

Οι περισσότεροι λόγιοι της εποχής (Ευγένιος Βούλγαρης, Παναγιώτης Κοδρικάς, Νεόφυτος

Δούκας, Κων/ος Οικονόμος, οι Φαναριώτες κ.ά.) κρίνουν πως για τον «φωτισμό του γένους»

κατάλληλο γλωσσικό όργανο είναι τα αρχαία ελληνικά, καθώς η ομιλούμενη είναι «χυδαία»,

γεμάτη ιδιωματισμούς, με πολλές τούρκικες ή ιταλικές λέξεις, γραμματικά αδιαμόρφωτη, φτωχή σε

σημασίες και ανίκανη να εκφράσει τις νέες ιδέες και τους επιστημονικούς όρους του ευρωπαϊκού

πολιτισμού.

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Ι. Βηλαράς

Δανιήλ Φιλιππίδης

Ευγένιος

Αντίθετα, κάποιοι άλλοι (Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος, Δημήτριος Καταρτζής, Ιώσηπος

Μοισιόδακας, Ιωάννης Βηλαράς, Αθανάσιος Χριστόπουλος) θα υποστηρίξουν την καλλιέργεια και

προώθηση της ζωντανής, προφορικής, της φυσικής γλώσσας των Νεοελλήνων.

Ωστόσο, οι απόψεις και των δύο πλευρών είχαν έντονα προβληματικά

σημεία. Από τη μια μεριά η τεχνητή επαναφορά, η νεκρανάσταση

ουσιαστικά, της αττικής γλώσσας δεν ήταν δυνατό πρακτικά να συμβεί.

Είναι αδύνατο ένας ολόκληρος λαός να αρχίζει να χ ρησιμοποιεί μια παλιότερη μορφή της γλώσσας

του και ενώ εν τω μεταξύ έχουν μεσολαβήσει τόσα εξελικτικά στάδια. Από την άλλη μεριά, και η

καθιέρωση της προφορικής γλώσσας των Ελλήνων ως επίσημης γλώσσας δεν ήταν χωρίς

προβλήματα εξαιτίας της μεγάλης διαλεκτικής διάσπασης –πραγματικής Βαβυλωνίας!– και της

απουσίας ενός κεντρικού εκπαιδευτικού συστήματος που θα προέκρινε μία «επίσημη» γλωσσική

μορφή.

Ο Αδαμάντιος Κοραής, που ζούσε στο Παρίσι, θέλησε να βρει μια ενδιάμεση λύση, μια «μέση

οδό» ανάμεσα στις δύο απόψεις. Ειδικότερα, ήθελε ως βάση της νέας γλωσσικής μορφής την κοινή

ομιλουμένη αλλά αφού πρώτα υποστεί έναν «καλλωπισμόν»: να αφαιρεθούν δηλαδή οι ξένες λέξεις

και να προστεθούν στοιχεία από τη μορφολογία της αρχαίας ελληνικής, κυρίως στο επίπεδο των

καταλήξεων (π.χ. η γαζέτα να γίνει εφημερίς, το χωριό να γίνει χωρίον κ.ο.κ.). Το δημιούργημα αυτό

του Κοραή, επειδή ακριβώς προσέβλεπε σε έναν καθαρισμό της γλώσσας από κάθε τι «οθνείον

(=ξένο) και χυδαίον» ονομάστηκε καθαρεύουσα.

Ευγέν. Βούλγαρης

Ρήγας Φεραίος

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Αδ. Κοραής

Η πρόταση του Κοραή δέχτηκε πυρά και από τις δύο

αντιμαχόμενες πλευρές: και από τους αρχαϊστές, γιατί δεν

υιοθετούσε την αρχαία ελληνική, και από τους δημοτικιστές, αφού

και η καθαρεύουσα δεν έπαυε να είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα.

Συχνά η καθαρεύουσα χλευάστηκε ως ανάμειξη, ως ανακάτωμα

αρχαίας και νέας ελληνικής, εξ ου και έλαβε το παρωνύμιο

«μακαρονικά» του Κοραή.

Τελικά, το ελληνικό κράτος θα υιοθετήσει την καθαρεύουσα

και θα την καθιερώσει ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης και της εκπαίδευσης. Οι εφημερίδες και

τα λογοτεχνικά (ακόμη και τα ποιητικά!) έργα της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής και των

Φαναριωτών (1830-1880) συντάσσονται στη γλώσσα αυτή.

Στη βάση της άποψης ότι όσο περισσότερο οι Νεοέλληνες χρησιμοποιούσαν την αρχαία

γλώσσα τόσο περισσότερο αποδεικνυόταν η συνέχεια της φυλής, ο γραπτός λόγος οδηγείται

σταδιακά σε έναν άκρατο αρχαϊσμό. Έτσι, κατά την εικοσαετία 1860-1880 η καθαρεύουσα

τρέπεται σε αρχαΐζουσα.

Καθώς όμως η δράση φέρνει αντίδραση, στον

άκρατο αρχαϊσμό θα αντιδράσει ένα προοδευτικό

κίνημα στα τέλη του 19ου αι. με επικεφαλής τον Γιάννη

Ψυχάρη, καθηγητή γλωσσολογίας στο Παρίσι. Το 1888

θα εκδώσει το έργο του «Το ταξίδι μου», το οποίο έχει

περάσει στην ιστορία ως το μανιφέστο του

ΔΔηημμοοττιικκιισσμμοούύ. Ο Ψυχάρης θεωρούσε ότι η

καθαρεύουσα είναι υπεύθυνη για όλα τα δεινά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και της

πνευματικής και κοινωνικής υστέρησης της Ελλάδας. Η διδασκαλία του θα βρει αμέσως απήχηση,

κυρίως στον κόσμο της λογοτεχνίας. Πολλοί πεζογράφοι και ποιητές με ηγετική μορφή τον Κωστή

Παλαμά αρχίζουν να γράφουν στη Δημοτική. Η επιστήμη, ωστόσο, θα αργήσει πολύ –περίπου έναν

αιώνα ακόμη!– για να υιοθετήσει τη ζωντανή γλώσσα του λαού. Βέβαια και ο Ψυχάρης και οι

ακόλουθοί του δεν απέφυγαν τις υπερβολές. Ενώ –ορθώς– τάχτηκε κατά των τεχνητών

κατασκευών της καθαρεύουσας, πρότεινε και ο ίδιος «φτιαχτές», ανύπαρκτες λέξεις που είναι

γνωστοί ως «ψυχαρισμοί» ή «μαλλιαρισμοί».

Η αντιπαράθεση για το γλωσσικό ζήτημα εντάθηκε ιδιαίτερα κατά τα τέλη του 19ου και τις

αρχές του 20ου αι. (περίοδο μεγάλου εθνικισμού: ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, Μακεδονικός

Αγώνας). Οι γλωσσικές διαμάχες έφτασαν στο σημείο να οδηγήσουν σε αιματοχυσία. Το 1901 εξ

αιτίας της μετάφρασης του Ευαγγελίου στη δημοτική με πρωτοβουλία της (ρωσικής καταγωγής)

βασίλισσας Όλγας, προκλήθηκαν αιματηρά επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας από συντηρητικούς

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Ε. Παπανούτσος

Ιωάννης Κακριδής

φοιτητές που εκπορεύονταν από τον «γλωσσαμύντορα» καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής

Γεώργιο Μιστριώτη. Η μετάφραση στη δημοτική θεωρήθηκε πράξη αφελληνισμού που υπέκρυπτε

ρωσικό δάκτυλο και προξενούσε φόβους για σλαβική διείσδυση στην Ελλάδα. Τα επεισόδια αυτά

έμειναν στην ιστορία ως «Ευαγγελιακά».

Δύο χρόνια αργότερα, το 1903, ακολούθησαν τα λεγόμενα «Ορεστειακά»: ταραχές που

εκδηλώθηκαν λόγω της μετάφρασης της Ορέστειας του Αισχύλου στα Νέα Ελληνικά προκειμένου

να παιχτεί στο Εθνικό Θέατρο. Οι διαδηλώσεις των φοιτητών οδήγησαν και πάλι σε συγκρούσεις,

συλλήψεις και απώλεια ανθρώπινων ζωών.

Το σύνταγμα του 1911 καθιέρωνε ως επίσημη γλώσσα την καθαρεύουσα. Ο αρχιτέκτονας της

συνταγματικής μεταρρύθμισης Ελευθέριος Βενιζέλος δεν έστερξε να υιοθετήσει τη δημοτική,

καίτοι συμπαθών προς αυτήν, προκειμένου να διατηρήσει το έθνος συσπειρωμένο εν όψει των

Βαλκανικών Πολέμων. Η μεταρρυθμιστική του βούληση εκδηλώθηκε το 1917, όταν ανέθεσε την

ευθύνη της εκπαιδευτικής αλλαγής στους διακεκριμένους δημοτικιστές Μανόλη

Τριανταφυλλίδη, Δημήτρη Γληνό και Αλέξανδρο Δελμούζο. Τότε για πρώτη φορά διδάσκεται η

δημοτική στις τρεις πρώτες τάξεις της στοιχειώδους εκπαίδευσης (με το περιώνυμο

αναγνωσματάριο Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου). Η μεταρρύθμιση αυτή ακυρώθηκε με

την έλευση στην εξουσία των βασιλοφρόνων το 1920.

Η πρώτη γραμματική της δημοτικής συντάσσεται από

ειδική επιστημονική επιτροπή με επικεφαλής τον

γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη επί κυβερνήσεως –όσο

κι αν αυτό ίσως ξενίζει– Ι. Μεταξά.

Εκδίδεται το 1941. Μια προσαρμογή

της γραμματικής αυτής διδάσκεται

ακόμη και σήμερα στα ελληνικά

σχολεία.

Το γλωσσικό ζήτημα θα περιπλακεί έντονα με την πολιτική. Λόγω

της οξύτητας του εμφυλίου πολέμου (1946-1949) οποιαδήποτε

παραχώρηση προς τη δημοτική εθεωρείτο απομάκρυνση από το «εθνικόν

φρόνημα» και προσχώρηση στη (διωκόμενη τότε) Αριστερά. Φυσιολογικά

λοιπόν, στο πρώτο μεταπολεμικό σύνταγμα του 1952 διατηρείται η

διάταξη για την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους.

Σημαντικός σταθμός στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό είναι η

μεταρρύθμιση του 1964. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου –σε μία

συμβολική κίνηση – αναλαμβάνει ο ίδιος και το Υπουργείο Παιδείας, και

διορίζει γενικό γραμματέα τον Ευάγγελο Παπανούτσο και πρόεδρο του

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Παιδαγωγικού Ινστιτούτου τον καθηγητή Ιωάννη Κακριδή – και οι δύο εξέχοντες επιστήμονες

και σθεναροί μαχητές υπέρ της δημοτικής. Τότε καθιερώνεται η δημοτική σε όλες τις τάξεις της

πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και η ισοτιμία δημοτικής και απλής καθαρεύουσας στις υπόλοιπες

βαθμίδες.

Κι αυτή, όμως, η μεταρρύθμιση αναιρείται το 1967 από τη δικτατορική κυβέρνηση, η οποία

επιβάλλει την καθαρεύουσα ως όργανο προφορικής και γραπτής έκφρασης σε όλες τις

εκπαιδευτικές βαθμίδες. Ήταν τόση η απέχθεια που προξένησε στους έλληνες πολίτες η

στομφώδης ρητορική και η κουφότητα λόγων του καθεστώτος ώστε με την κατάρρευση της

δικτατορίας κατέρρευσε και το γλωσσικό της όργανο.

Με τη μεταπολίτευση η ελληνική κοινωνία ήταν ώριμη για την επίλυση του γλωσσικού

ζητήματος που ταλαιπώρησε τη χώρα για ενάμισι αιώνα. Με νομοθετικές πρωτοβουλίες της

κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με Υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη, το 1976

και 1977 θεσπίζεται η δημοτική ως η επίσημη γλώσσα της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες και

της διοίκησης.

Το 1982 επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου εισάγεται και το μονοτονικό σύστημα στη

γραφή της Ελληνικής.

ΗΗ σσυυννεειισσφφοορράά ττηηςς κκααθθααρρεεύύοουυσσααςς:: Μπορεί να επικράτησε τελικά στο γλωσσικό ζήτημα της

Ελλάδας η δημοτική και να θεωρούμε ότι η προσκόλληση στην καθαρεύουσα προξένησε δεινά

στην εκπαιδευτική και πνευματική εν γένει ζωή της χώρας, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι η

καθαρεύουσα δεν άφησε τα ίχνη της στη σύγχρονη ομιλούμενη Ελληνική και ότι δεν πρόσφερε

στον εμπλουτισμό και την ποικιλότητά της:

1. Αντικατάσταση ξένων λέξεων

Πολλές λέξεις κυρίως τουρκικής και ιταλικής προέλευσης αντικαταστάθηκαν είτε από

αυτούσιες λέξεις της αρχαίας ελληνικής είτε από νέες λέξεις με αρχαιοελληνικά συνθετικά. Π.χ.:

γαζέτα εφημερίς

μινίστρος υπουργός

σπετσέρης φαρμακοποιός

ρετσέτα συνταγή

μπαρμπέρης κουρεύς

αμανάτι ενέχυρο

μεϊντάνι αγορά

νταμάρι λατομείο

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

2. Γλωσσική ποικιλία στη Νέα Ελληνική

Αντί για ιχθύς λέμε ψάρι αλλά: ιχθυόσκαλα, ιχθυοτροφείο κ.ά.

Αντί για ύδωρ λέμε νερό αλλά: υδραγωγείο, αφυδάτωση κ.ά.

Αντί για κόμη λέμε μαλλιά αλλά: κομμωτής, κομμωτήριο κ.ά.

Αντί για ρις λέμε μύτη αλλά: ρινίτιδα, έρρινος κ.ά.

Αντί για οίνος λέμε κρασί αλλά: οινοποιός, οινόφιλος κ.ά.

3. Εισαγωγή νεολογισμών

Καθιερώθηκαν νέες λέξεις αρχαιοπρεπούς συνθέσεως. Π.χ.: δημοσιογράφος, αλληλογραφία,

ποδήλατον, σιδηρόδρομος, αμαξοστοιχία, περιβάλλον κ.ά.

Άλλοι βέβαια νεολογισμοί της καθαρεύουσας δεν καθιερώθηκαν, διατηρήθηκαν οι ξενικής

προέλευσης λέξεις: αλεξιβρόχιον (=ομπρέλα), ανεμοθώραξ (=παρμπρίζ), περιθωράκιον (=γιλέκο),

πίλος (=καπέλο), περισκελίς (=παντελόνι), κ.ά.

4. Αξιόλογη λογοτεχνική παραγωγή

Σε καθαρεύουσα γλώσσα έχουν γραφεί μερικά από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά έργα της

νεότερης Ελλάδας. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε την Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, ο

οποίος θα ήταν αδύνατο να εκφράσει σε άλλο ιδίωμα την ειρωνική γραφή του. Επίσης, τα έργα του

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Γ. Βιζυηνού, του Δ. Βικέλα κ.ά.

1.3. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η μελέτη της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας φέρνει στο φως ένα μοναδικό παράδειγμα

ζωντανής σήμερα γλώσσας με αδιάσπαστη προφορική και γραπτή παράδοση χιλιετιών. Ο

γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζηδάκις έδειξε ότι η Νέα Ελληνική είναι φυσική εξέλιξη της Ελληνικής

των μεσαιωνικών/βυζαντινών χρόνων που, με τη σειρά της, εξελίχθηκε από την

Αλεξανδρινή/Ελληνιστική κοινή γλώσσα, η οποία προήλθε από την επικρατούσα, αρχαία ελληνική

διάλεκτο. Το "ταξίδι" στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας κατέδειξε την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα

ιστορική παράδοση κι εξέλιξή της. Αναμφισβήτητα, οι Έλληνες καλλιέργησαν τη γλώσσα όσο λίγοι.

2. Οι ποικιλίες της γλώσσας

2.1. Επίσημη γλώσσα: Η γλώσσα που

αναγνωρίζεται επίσημα, δηλαδή είναι

νομοθετικά κατοχυρωμένη ως γλώσσα όλων

των διοικητικών λειτουργιών ενός κράτους. Π.χ.

επίσημη γλώσσα της Ελλάδας είναι η ελληνική,

της Αγγλίας η αγγλική, της Ελβετίας η γαλλική, η

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

γερμανική και η ιταλική, κλπ. Συνήθως ως επίσημη αναγνωρίζεται μια γλώσσα που χαρακτηρίζεται

από υψηλό βαθμό τυποποίησης, έχει δηλαδή αναδειχθεί σε πρότυπη γλώσσα (χρησιμοποιείται

στους κρατικούς θεσμούς, τη διοίκηση, την εκπαίδευση, τη δημόσια επικοινωνία κλπ.). Η επιλογή

μιας γλώσσας ως επίσημης καθορίζεται από παράγοντες κοινωνικοπολιτικούς και, ενώ στον

δυτικό κυρίως κόσμο εθνική και επίσημη γλώσσα συνήθως συμπίπτουν, υπάρχουν περιπτώσεις

(Ασία, Αφρική), όπου η πλειοψηφία του λαού μιλά διαφορετική γλώσσα από αυτήν που έχει

επιβληθεί ως επίσημη. Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και η καθιέρωση της καθαρεύουσας ως

επίσημης γλώσσας κατά τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Η επίσημη γλώσσα ονομάζεται και

κοινόλεκτος ή κοινολεκτούμενη ή κοινή γλώσσα δεδομένου ότι μιλιέται σε μια χώρα από

όλους.

ΩΩσσττόόσσοο,, κκάάθθεε εεθθννιικκήή γγλλώώσσσσαα υυππόόκκεειιττααιι σσεε εευυρρεείίαα δδιιααφφοορροοπποοίίηησσηη..

2.2. Ιδιόλεκτος: Η ατομική ή υφολογική γλωσσική διαφοροποίηση σχετίζεται με την

ιδιόλεκτο. Ως ιδιόλεκτος χαρακτηρίζεται από τους γλωσσολόγους οο ιιδδιιααίίττεερροοςς ττρρόόπποοςς μμεε ττοονν

οοπποοίίοο χχρρηησσιιμμοοπποοιιεείί οο κκααθθέέννααςς ααππόό εεμμάάςς ττηη γγλλώώσσσσαα. Ειδικότερα, για να επικοινωνήσουν µεταξύ

τους, τα µέλη µιας κοινωνίας στέλνουν και λαµβάνουν μηνύµατα µε βάση έναν κώδικα που

κατέχουν από κοινού, τη γλώσσα. Tα µηνύµατα σε µια συγκεκριµένη γλώσσα, είναι απεριόριστα σε

αριθµό, αλλά όλοι οι οµιλητές της γλώσσας αυτής δε χρησιµοποιούν εξίσου όλα τα στοιχεία της. Σε

όλα τα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης -φωνολογία, µορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο– υπάρχουν

στοιχεία που διαφέρουν από οµιλητή σε οµιλητή. Aυτά τα στοιχεία, µαζί µε εκείνα που είναι κοινά

σε όλους τους οµιλητές, συνιστούν την ιδιόλεκτο κάθε οµιλητή. Oρισµένα από τα χαρακτηριστικά

µιας ιδιολέκτου, όπως η χροιά της φωνής ή κάποιες ιδιαιτερότητες στην προφορά που οφείλονται

στην κατασκευή των φωνητικών οργάνων, ή ακόµη το ύφος που χαρακτηρίζει την οµιλία και τον

τρόπο γραφής ενός οµιλητή, είναι ατοµικά.

2.3. Γλωσσικές ποικιλίες: Yπάρχουν όµως ιδιαίτερα γνωρίσµατα σε µια ιδιόλεκτο που

χαρακτηρίζουν εξίσου και άλλους οµιλητές, κατά τρόπο ώστε να είναι εφικτή η ταξινόµησή τους σε

σύνολα ή σε γλωσσικές ποικιλίες στο εσωτερικό µιας γλώσσας.

Η κοινωνική γλωσσική διαφοροποίηση έχει ως κριτήριο τα κκοοιιννωωννιικκάά χχααρραακκττηηρριισσττιικκάά του

οµιλητή. H κοινωνική θέση, η ηλικία, το φύλο, το επάγγελµα, ο βαθµός µόρφωσης κ.α. αποτελούν

παράγοντες που επιδρούν στην ιδιόλεκτο (κκοοιιννωωννιικκέέςς πποοιικκιιλλίίεεςς)

Η γεωγραφική γλωσσική διαφοροποίηση λαμβάνει ως κριτήριο τη γγεεωωγγρρααφφιικκήή ππεερριιοοχχήή στην

οποία απαντά το εκάστοτε γνώρισµα. H γεωγραφική διαφοροποίηση των γλωσσών έχει

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

παρατηρηθεί ήδη από την αρχαιότητα – αττική διάλεκτος, δωρική διάλεκτος κτλ. – (γγεεωωγγρρααφφιικκέέςς

πποοιικκιιλλίίεεςς)

ΠΠΟΟΙΙΚΚΙΙΛΛΙΙΕΕΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΓΓΛΛΩΩΣΣΣΣΑΑΣΣ

ΚΚΟΟΙΙΝΝΩΩΝΝΙΙΚΚΕΕΣΣ ΓΓΕΕΩΩΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΚΚΕΕΣΣ

1. ηλικία

2. μόρφωση

3. κοινωνική τάξη

4. φύλο

5. καταγωγή

κοινωνικό- υφολογικό επίπεδο (ποιος μιλάει; σε ποιόν; με ποιο

θέμα / σκοπό; πού; πότε; γιατί;) [επικοινωνιακή περίσταση]

Ιδίωμα

Διάλεκτος

Ιδιωματισμός

Ιδιωτισμός

2.4. Γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες: όπως ήδη αναφέραμε η επίσημη ή κοινή

γλώσσα υπόκειται σε ευρεία διαφοροποίηση σε υποσύνολα χρηστών της βάσει κοινωνικών ή

γεωγραφικών κριτηρίων. Όταν κάνουμε λόγο για γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες,

αναφερόμαστε στο:

ιδίωμα: Η γλωσσική ποικιλία ενός τόπου (τοπική παραλλαγή), που δεν παρουσιάζει

σημαντικές διαφορές από την κοινή γλώσσα (ώστε να θεωρηθεί διάλεκτος).

διάλεκτος: ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή που διαφέρει σημαντικά από την κοινή γλώσσα.

ιδιωματισμός: τύπος άγνωστος στην κοινή γλώσσα (π.χ. σκαρβελώνω αντί σκαρφαλώνω)

ιδιωτισμός: έκφραση που λέγεται μόνο στη γλώσσα μας (την ελληνική) και έχει πάρει

ξεχωριστή σημασία (π.χ. βρέχει με το τουλούμι).

ΌΌλλαα μμααζζίί,, ιιδδιιώώμμαατταα κκααιι δδιιάάλλεεκκττοοιι,, ιιδδιιωωμμααττιισσμμοοίί κκααιι ιιδδιιωωττιισσμμοοίί,, ααπποοττεελλοούύνν ττηη ΝΝεεοοεελλλληηννιικκήή

γγλλώώσσσσαα..

2.5. Αρχή των νεοελληνικών διαλέκτων: Για το χρόνο

εμφάνισης των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιαίτερα των βορείων

ιδιωμάτων έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις.

O Heisenberg θεωρεί ότι οι νεοελληνικές διάλεκτοι δημιουργούνται

μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους (1204), όταν παύει να

λειτουργεί η ισχυρή ενοποιητική δύναμη της πρωτεύουσας. O πατέρας

και ιδρυτής της ελληνικής γλωσσολογίας Γεώργιος Xατζιδάκις πιστεύει ότι η ανάπτυξη των

νεοελληνικών διαλέκτων ανάγεται σε «ικανώς αρχαίους χρόνους» και παρατηρεί ότι κατά τον 14ο

αιώνα η κυπριακή διάλεκτος παρουσιάζεται στις Aσσίζες (συλλογή νόμων) ήδη διαμορφωμένη. O

Melliet δέχεται ότι αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον 8ο και 15ο αιώνα και ο Thumb κατά τη διάρκεια

του 15ου αιώνα. O Aναγνωστόπουλος (1924), γράφει ότι η αρχή των νεοελληνικών διαλέκτων

Γ. Χατζιδάκις

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

πρέπει να αναχθεί στους πρώτους χρόνους του μεσαιωνικού ελληνισμού, η οριστική τους όμως

διαμόρφωση φαίνεται πως συντελέστηκε κατά τον 13ο αιώνα. Κατά τους Μιχάλη Σετάτο και

Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τα νεοελληνικά ιδιώματα εμφανίζονται τον Μεσαίωνα,

διαφοροποιούνται περισσότερο στα χρόνια της σκλαβιάς, παίρνουν τη σημερινή τους μορφή στις

αρχές περίπου του 19ου αιώνα και από τότε υποχωρούν ολοένα μπροστά στη Νέα Ελληνική.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το σύνολο των προτάσεων για το χρόνο δημιουργίας των

νεοελληνικών διαλέκτων έχει καθαρά χαρακτήρα υποθετικό και προσωρινό και γι’ αυτό δεν

υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των μελετητών. Σύμφωνα πάντως με τη συχνότερα διατυπωμένη

άποψη οι νεοελληνικές διάλεκτοι οικοδομούνται περί τον 13ο αι. μ.Χ.. Στην πλήρη τους ανάπτυξη

δε εμφανίζονται μεταξύ του 1820 και του 1920, πριν από τις μετακινήσεις των πληθυσμών.

Χρειάζεται στο σημείο αυτό να επισημάνουμε πως και στην Ελλάδα, όπως και πολλές σε

άλλες χώρες, η διαλεκτολογική έρευνα ταυτίστηκε με τη μελέτη των επαρχιακών ή καλύτερα των

μη αστικών διαλέκτων.

2.6. Ταξινόμηση των νεοελληνικών διαλέκτων: Για τη δυνατότητα ταξινόμησης των

νεοελληνικών διαλέκτων ισχύει δυστυχώς η άποψη του Μ. Tριανταφυλλίδη για αδυναμία

οριστικής κατάταξής τους: «Eπειδή δεν έχει προηγηθεί συστηματική γλωσσογεωγραφική έρευνα

και λείπει έτσι ο γλωσσογεωγραφικός άτλαντας δεν είναι δυνατό να γίνει οριστική κατάταξη των

ελληνικών ιδιωμάτων».

Ενδεικτικά αναφέρουμε την πιο πρόσφατη διαίρεση των νεοελληνικών διαλέκτων του

Nικόλαου Kοντοσόπουλου (1983-1984), ο οποίος στηριζόμενος στον τύπο της ερωτηματικής

αντωνυμίας κάνει λόγο για Eλλάδα του ‘τι’ (ηπειρωτική Eλλάδα και Iόνια νησιά) και Eλλάδα του

‘είντα’. Eίναι η μοναδική προσπάθεια κατάταξης που δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε ένα

γνώρισμα, αλλά σε μια δέσμη φωνητικών, λεξιλογικών ακόμη και πολιτισμικών ισογλώσσων.

H πιο γνωστή ταξινόμηση πάντως είναι αυτή που πρότεινε στα τέλη του 19ου αιώνα ο

Γεώργιος Xατζιδάκις, ο οποίος βάσει της εξέλιξης των ατόνων μεσαίων και κλειστών φωνηέντων

χωρίζει τα νεοελληνικά ιδιώματα σε βόρεια, όπου τα άτονα /o/ και /e/ τρέπονται σε /u/ και /i/

και τα άτονα /i/ και /u/ κατά κανόνα αποβάλλονται, και σε νότια, όπου τα φωνήεντα μένουν

ανέπαφα (Hatzidakis 1892, 342). Παράλληλα, με κριτήριο τη διατήρηση ή την αποβολή του

ληκτικού -ν των ονομάτων διακρίνει τα νεοελληνικά ιδιώματα σε ανατολικά που διατηρούν το /-

ν/, π.χ. [ti'rin] ή και το επεκτείνουν, π.χ. ['stoman] και σε δυτικά που το αποβάλλουν.

Σύμφωνα, τέλος, με το πληροφοριακό υλικό που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Έκφρασης-

Έκθεσης Α΄ λυκείου, το οποίο ακολουθεί, ως φαίνεται, την προτεινόμενη διάκριση του Γ. Χατζιδάκι,

τα ιδιώματα (και τις διαλέκτους) τα ονομάζουμε από τις περιοχές στις οποίες συνηθίζονται ως

ακολούθως:

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

α) βόρεια (θρακιώτικα, μακεδονικά, ηπειρώτικα, θεσσαλικά, στερεοελλαδίτικα κτλ.) και

νότια (πελοποννησιακά, κρητικά κτλ.) και

β) ανατολικά (κυπριακά, χιώτικα, ποντιακά, καππαδοκικά κτλ.) και

δυτικά (κατωιταλικά, εφτανησιώτικα, κρητοκυκλαδικά).

Σημείωση: Από τα δυτικά ιδιώματα-διαλέκτους τα ποντιακά, τα καππαδοκικά, τα τσακώνικα*

και τα κατωιταλικά θεωρούνται από πολλούς διάλεκτοι.

ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΙΔΙΩΜΑΤΑ

Ποντιακή

Καππαδοκική

Κατωιταλική

Τσακωνική

Κυπριακή

Κρητική

Βόρεια

Ημιβόρεια

Δωδεκανησιακά

Κυκλαδικά

Επτανησιακά

Μικρασιατικά

Μάνης, Κύμης και Παλαιάς Αθήνας

[* Η τσακωνική μιλιέται στην Τσακωνιά,

περιοχή της επαρχίας Κυνουρίας στον νομό

Αρκαδίας της Πελοποννήσου, η οποία εκτείνεται

από το ακρωτήριο Λεωνίδιο στον νότο ως τον Άγιο

Ανδρέα στον βορρά. Η ιδιαίτερη αυτή γεωγραφική

ποικιλία της ελληνικής απαντά κυρίως σε εννέα

χωριά της παραπάνω περιοχής: Λεωνίδιο,

Πραματευτή, Μέλανα, Σαπουνακέικα, Τυρός (στον

νότο) και Πραστός, Καστάνιτσα, Σίταινα, Άγιος

Ανδρέας (στον βορρά). Διακρίνεται, λοιπόν,

σε βόρεια τσακωνική και σε νότια, η οποία

έχει και τους περισσότερους ομιλητές,

συνιστώντας το κατεξοχήν τσακωνικό

ιδίωμα, την «πρωτοτυπική», ας πούμε,

αντίληψη του όρου τσακωνική.

Αναγνωρίζεται, ωστόσο, και μια τρίτη

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

κατηγορία, παραλλαγή της τσακωνικής διαλέκτου, τα λεγόμενα τσακώνικα της

Προποντίδας. Αυτά χρησιμοποιούνταν ως τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής στα

χωριά Βάτκα και Χαβουτσί, στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας. Όταν μετά τη

Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες από τις περιοχές αυτές,

εγκαταστάθηκαν στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και στο Χιονάτο του νομού Καστοριάς.]

3. Το τοπικό ιδίωμα.

Πριν γίνει οποιαδήποτε αναφορά στο τοπικό

γλωσσικό ιδίωμα πρέπει να αποσαφηνιστούν τα εξής:

η λέξη «αιτωλικά» στον τίτλο της ερευνητικής

εργασίας και γενικότερα ο όρος «αιτωλικό

ιδίωμα», αποτελούν επινόηση αποκλειστικά

της ερευνητικής ομάδας εργασίας κι όχι

καθιερωμένο όρο της σύγχρονης

γλωσσολογικής έρευνας. Προκειμένου δηλ. η ερευνητική ομάδα να διευκολυνθεί κατά τις

αναφορές της στα ιδιαίτερα στοιχεία της τοπικής γλώσσας επέλεξε με καθαρά γεωγραφικά

κριτήρια τον όρο «αιτωλικό ιδίωμα».

Σε καμιά περίπτωση, ωστόσο, όταν κάνουμε λόγο για αιτωλικό ιδίωμα δεν

αναφερόμαστε στο σύνολο των γλωσσικών στοιχείων της ευρύτερης περιοχής της

Χάρτης γεωγραφικών ποικιλιών της νεοελληνικής γλώσσας,

http://www.philology.upatras.gr/LMGD/el/dialect/dialectal_map.html

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Αιτωλίας (ή και της Ακαρνανίας αλλά και της ευρύτερης του νομού -με κοινά γλωσσικά

στοιχεία- περιοχής) παρά μόνο στα γλωσσικά χαρακτηριστικά του τόπου καταγωγής

των μαθητών,-τριών, όπως αυτά συγκεντρώθηκαν και καταγράφηκαν από την μαθητική

ερευνητική ομάδα του project.

3.1. Καταγωγή-προέλευση: ακολουθώντας τη διαίρεση του Γ. Χατζιδάκι, το τοπικό

ιδίωμα εντάσσεται στα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα (ή στις βόρειες νεοελληνικές

διαλέκτους). Με τον όρο βόρειες διάλεκτοι (ή

βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα) της σύγχρονης

Νεοελληνικής Διαλεκτολογίας εννοείται η

παραλλαγή της νέας ελληνικής που

χρησιμοποιείται και ακούγεται στο βόρειο

μισό της ηπειρωτικής και νησιωτική

Ελλάδας, δηλαδή, από τη βόρεια ακτή του

Κορινθιακού κόλπου μέχρι τα βόρεια σύνορά

μας (με εξαίρεση το νομό Θεσπρωτίας και

μερικές μακεδονικές περιοχές), στο βόρειο

μισό της Εύβοιας, στα νησιά Λέσβο, Ίμβρο,

Βόρειοι Σποράδες, Θάσο, Λήμνο, Σαμοθράκη,

Σάμο και σ’ ένα τμήμα της Άνδρου και της Τήνου. Γενικά, καλύπτουν το σύνολο σχεδόν του βόρειου

ελληνικού ηπειρωτικού και νησιωτικού χώρου, από την Ήπειρο ως τη Μ. Ασία και από τη Στερεά

Ελλάδα ως τη Μακεδονία. Η ίδια γλωσσική μορφή χρησιμοποιούνταν σε μερικές ελληνόφωνες

περιοχές της σημερινής Τουρκίας, στα ΒΔ παράλια της Μικράς Ασίας, στο δυτικό μισό τμήμα της

Ανατολικής Θράκης και σε μερικά σημεία των μικρασιατικών ακτών της Προποντίδας. Φυσικά

αυτό ίσχυσε ως τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν και πολλοί ξεριζωμένοι από τα παραπάνω

μέρη εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία της ελληνικής επικράτειας.

Κατά το Γ. Χατζιδάκι τα βόρεια ιδιώματα ή ορθότερα τα ιδιώματα με βόρειο φωνηεντισμό, δηλ.

με ταραγμένο το φωνηεντικό τους σύστημα σε άτονη θέση, παρουσιάζουν δύο βασικά φωνητικά

φαινόμενα:

α. Aποβολή του άτονων [i] και [u]: π.χ. χέρ (χέρι), πηγάδ (πηγάδι), σκλι (σκυλί), τ' Χαρ (του

Χάρου), στ' Λαμπ τς μυλ (στου Λάμπου τους μύλους), πλάου (πουλάω), δλεβ (δουλεύει) κλπ. και

β. στένωση των άτονων [e] (ε και αι) και [ο] (ο και ω) σε [i] και [u] αντίστοιχα: π.χ. φιγγάρ'

(φεγγάρι), χουράφ' (χωράφι).

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Σύμφωνα με το Χατζιδάκι τα βόρεια ιδιώματα, εν αντιθέσει προς τα νότια, έχουν και πολύ

ισχυρό τονισμό των τονισμένων συλλαβών, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη συστολή/το μάζεμα ή

την πλήρη εξαφάνιση των άτονων συλλαβών.

Παράλληλα, η συνάντηση συμφώνων από διαφορετικές συλλαβές που προκύπτει από την

αποβολή των φωνηέντων παρέχει το έδαφος για νέες φωνητικές εξελίξεις μέσα στη λέξη: π.χ.

δκός/θκός (δικός), χαμλός/χαμπλός (χαμηλός).

Σύμφωνα με το γλωσσολόγο Χαράλαμπο Συμεωνίδη τα βόρεια ιδιώματα παρουσιάζουν πολύ

έντονα το φαινόμενο της ουράνωσης συμφώνων μπροστά από το [i] και πιο σπάνια το [e], με

παραδείγματα κυρίως από την ουρανωμένη (παχειά) προφορά των [s z ts dz] ως [ʃ ʒ tʃ dʒ]

αντίστοιχα πριν από τονισμένο i η α τονο που αποβλη θηκε, π.χ. ση μερα σ η μιρα, σιτα ρι σ τα ρ,

τσι χλα τσ ι χλα, πικρου τσικος πικρου τσ κος, ζη τησα ζ η τσα, ζυμα ρι ζ μαρ, τζι ρος τζ ι ρους,

τζι τζικας τζ ιτζ κας.

Ως προ τον τονισμό σε ορισμένες περιοχές (Αιτωλία, Θράκη, Λαγκαδάς) έχουμε παραβίαση του

νόμου της τρισυλλαβίας της κοινής νέας ελληνικής και τάση για οπισθοχωρητικό τονισμό με

αποτέλεσμα ο κύριος τόνος να εμφανίζεται στην τέταρτη πριν τη λήγουσα συλλαβή, π.χ. έφαγαμι

(φάγαμε), έπιζαμι (παίζαμε).

Ως προς το σχηματισμό, τέλος, του αρσενικού άρθρου βασικό μορφολογικό χαρακτηριστικό

των βόρειων ιδιωμάτων είναι η στένωση του [ο], το οποίο εμφανίζεται με τη μορφή ου [u] (Στερεά

Ελλάδα, βόρεια Εύβοια, Ήπειρος, δυτική Μακεδονία, π.χ. ο Νίκος ου Νίκους, ο παππούς ου

παππούς).

3.2. Χαρακτηριστικά του αιτωλικού ιδιώματος:

Στην περιοχή της Μακρυνείας η εκφορά του λόγου έχει πάρα πολλές ομοιότητες με εκείνη της

υπόλοιπης Αιτωλίας, της Ακαρνανίας και ολόκληρης της Δυτικής Ελλάδας. Δεδομένης δε της

υπαγωγής του αιτωλικού ιδιώματος στα Βόρεια ιδιώματα συναντούμε σαφώς και τα δυο βασικά

χαρακτηριστικά του βόρειου φωνηεντισμού (αποβολή του άτονων [i] και [u] / στένωση των

άτονων [e] (ε και αι) και [ο] (ο και ω) σε [i] και [u] αντίστοιχα)

Βάζοντας, λοιπόν, μια μικρή δόση χιούμορ, παρουσιάζουμε τους βασικότερους γλωσσικούς

«κανόνες» του αιτωλικού ιδιώματος:

1. Στην περιοχή μας οι κάτοικοι δεν τα πάνε καλά με τα φωνήεντα. Είτε τα απαλείφουν από το

λόγο τους είτε τα αλλάζουν. Έτσι:

Στην περιοχή της Μακρυνείας η εκφορά του λόγου έχει πάρα πολλές ομοιότητες με εκείνη της

υπόλοιπης Αιτωλίας, της Ακαρνανίας και ολόκληρης της Δυτικής Ελλάδας.

Δεδομένης δε της υπαγωγής του αιτωλικού ιδιώματος στα Βόρεια ιδιώματα συναντούμε

σαφώς και τα δυο βασικά χαρακτηριστικά του βόρειου φωνηεντισμού (αποβολή των

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

άτονων [i] και [u] / στένωση των άτονων [e] (ε και αι), [ο] (ο και ω) σε [i] και [u]

αντίστοιχα).

Βάζοντας, λοιπόν, μια μικρή δόση χιούμορ, παρουσιάζουμε τους βασικότερους γλωσσικούς

«κανόνες» του αιτωλικού ιδιώματος:

1. Στην περιοχή μας δεν τα πάμε καλά με τα φωνήεντα. Είτε τα αλλάζουμε είτε τα απαλείφουμε

από το λόγο μας. Ειδικότερα:

Τρέφουμε αδυναμία στο ‘ου’ και στο ‘ι’:

τα ‘ο’ και ‘ω’, όταν είναι άτονα, γίνονται ‘ου’: κουρίτσ’ (= κορίτσι), σκάβου (= σκάβω).

τα ε και αι όταν είναι άτονα γίνονται ‘ι’: ιδώθι (εδώθε), πιδί (= παιδί)

Μιας και ‘το γοργόν και χάριν έχει’, παραλείπουμε από τον προφορικό λόγο:

το άτονο τελικό ‘ι’, στα ουδέτερα ουσιαστικά: σπίτ’ (=σπίτι), χέρ’ (=χέρι),

το άτονο τελικό ‘η’ στα θηλυκά: μύτ’ (=μύτη), Τρίτ’ (=Τρίτη)

το ‘ου’ των γενικών όταν δεν τονίζεται: τ’ ανθρώπ’ (= του ανθρώπου)

το άτονο ‘ει’ στα ρήματα του β΄ και γ΄ ενικού προσώπου: γράφ'ς, (=γράφεις), γράφ’ (=

γράφει)

το αρχικό φωνήεν ‘α’ από μερικές λέξεις: ʽγελάδα (=αγελάδα).

Όλα τα άτονα φωνήεντα και τα δίψηφα φωνήεντα που κάνουν το λάθος να βρίσκονται

ανάμεσα σε σύμφωνα, ως δια μαγείας, εξαφανίζονται:

Π.χ. σ’κώνουμι (=σηκώνομαι), μ’κρός (=μικρός), π’νάου (=πεινάω), αλ’πού (=αλεπού), κ’τάβ’

(=κουτάβι), σκ’λί (=σκυλί).

2. Σε μερικές λέξεις την «πληρώνουν» και τα σύμφωνα: π.χ. δάχ’λα (=δάχτυλα).

3. Προτιμάμε σαφέστατα τους ασυναίρετους τύπους των φωνηεντόληκτων ρημάτων και ως

νεολογιστές δημιουργούμε φωνηεντόληκτους τύπους σε συμφωνόληκτα. Π.χ. κ’νάου (αντί για το

κινώ), αβγατάου (από το αβγατίζω), αμπουδάου (από το εμποδίζω) κλπ.

4. Ενίοτε, το ‘σ’, το ‘τσ’, το ‘ξ’ και το ‘ζ’ προφέρονται λίγο δασά, με κάποια υπόνοια γαλλικής

εκφοράς, τουλάχιστον όσον αφορά το σίγμα. Π.χ. πολλοί λένε kchιαστουχάου (= ξαστοχάω), ch’μα

(σιμά ) κλπ.

5. Αδύνατο να μην αναφέρουμε την περίεργη - λίγο παχιά, λίγο σαν να υπάρχουν περισσότερα

‘ι’, λίγο σαν να ζουμπιέται το ‘λ’ ή το ‘ν’ - εκφορά του ‘λι’ και του ‘νι’. Ας θυμηθούμε το περίφημο

πια «Αμαλία» του τηλεοπτικού «παραπέντε».

6. Χαρακτηριστική είναι και η προσπάθεια «σλαβοποίησης» της ελληνικής γλώσσας, με

καταχρηστική αλλαγή πολλών καταλήξεων ανδρικών ονομάτων ή επιθέτων καθώς και των

κτητικών αντωνυμιών «τους, της, τις» με την κατάληξη ‘τς’. Π.χ. Μάητς (=Μάκης), Τάητς

(=Τάκης), δ(θ)’κός τς (= δικός τους), Αυλωνίτς (=Αυλωνίτης) κλπ.

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Λέγεται μάλιστα ότι πριν αρκετά χρόνια, όταν οι ξένοι ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα ήταν

πολύ λίγοι -πόσο μάλλον στη Β’ Εθνική-, αγρινιώτες φίλαθλοι του Παναιτωλικού στην Αθήνα

φώναζαν εν χορώ στους παίκτες της ομάδας τους: λιώστιτς, ... αφανίστιτς. Που σημαίνει: λιώστε

τους, αφανίστε τους. Τότε, κάποιος Αθηναίος φίλαθλος της αντιπάλου ομάδας σχολίασε: «Σαν

πολλούς Γιουγκοσλάβους δεν έχει ο Παναιτωλικός!!!»

7. Όταν η αιτιατική του ενικού του οριστικού άρθρου στα αρσενικά και τα θηλυκά

ακολουθείται από λέξεις που αρχίζουν από κ, π, τ, τότε στην εκφορά τους ακούγεται γκ, μπ, ντ

αντίστοιχα και μάλιστα - στα θηλυκά - ενωμένο, συνεχόμενο με τη λέξη. Π. χ. τ’μπυροστιά (= την

πυροστιά), το μπόνο (= τον πόνο), τ’γκαμπάνα (= την καμπάνα), το γκόμπο (= τον κόμπο),

τ’ντυρόπιτα (= την τυρόπιτα), το ντοίχο (= τον τοίχο).

8. Αλλά και το εμπρόθετο θηλυκό οριστικό άρθρο «στην» τρέπεται σε ζ όταν ακολουθείται

από θηλυκό ουσιαστικό που αρχίζει από κ, π, τα ή φωνήεν που ακούγονται σαν γκ, μπ, ντ, ν

αντίστοιχα. Π.χ. ζ’μπλατεία (= στην πλατεία), ζ’μπόρτα (= στην πόρτα), ζ’ντάξ’(στην τάξη),

ζ’νώρα (= στην ώρα) κλπ.

9. Τέλος, μας αρέσει να τονίζουμε -κυρίως ρήματα- πριν την προπαραλήγουσα, στην τέταρτη

δηλ. από το τέλος συλλαβή! Π.χ. έφαγαμι, έκατσαμι, φώναξατι, κρύουσαμι κλπ.

4. Κίνδυνος εξάλειψης και ανάγκη επιβίωσης των Νεοελληνικών

διαλέκτων-ιδιωμάτων.

Από το β΄ παγκόσμιο πόλεμο κι ύστερα, οι τοπικές διαφοροποιήσεις της νεοελληνικής γλώσσας

παρουσιάζουν σαφέστατα εικόνα παρακμής και σε μερικές περιπτώσεις έχουν εξαφανιστεί

εντελώς (π.χ. η διάλεκτος της Καππαδοκίας). Έτσι, οι νεοελληνικές διάλεκτοι αποτελούν σήμερα

περισσότερο στοιχείο πολιτισμικής παράδοσης παρά ζωντανή γλώσσα. Αλλά και τα νεοελληνικά

ιδιώματα, κάτω από την πίεση κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων (αλλαγή στις δομές των

παραδοσιακών κοινωνιών που συντηρούσαν τις τοπικές γλωσσικές μορφές) και λόγω της ευρείας

χρήσης της κοινής μορφής της Νέας Ελληνικής (εξάπλωσή της μέσω της υποχρεωτικής

εκπαίδευσης και των Μ.Μ.Ε.) όχι μόνο χρησιμοποιούνται από όλο και λιγότερους ομιλητές (κυρίως

ηλικιωμένους), αλλά και συνεχώς αλλοιώνονται σε όλα τους τα επίπεδα (φωνητική, μορφολογία,

λεξιλόγιο) τείνοντας να αφομοιωθούν από την Κοινή Νέα Ελληνική.

Αναλυτικότερα, ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος και τα γεγονότα που ακολούθησαν έδωσαν το

αποφασιστικό χτύπημα στα νεοελληνικά ιδιώματα. Η αλλαγή του τρόπου ζωής, η εγκατάλειψη

παραδοσιακών εθίμων, η νέα αντίληψη για τον κόσμο, η φιλελεύθερη νοοτροπία των νέων, η

γενίκευση της παιδείας, η εξωτερική μετανάστευση, η άνοδος του βιοτικού επίπεδου είναι κάποιοι

από τους παράγοντες που ευνόησαν το σβήσιμο των τοπικών διαλέκτων, καθώς τα περισσότερα

διαλεκτικά γλωσσικά χαρακτηριστικά (λεξικολογικά, φωνολογικά, μορφολογικά)

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

προσαρμόστηκαν λίγο ως πολύ στον αθηναϊκό γλωσσικό κανόνα. Έτσι, τα ιδιώματα έχασαν την

«καθαρότητά» τους ή καταδικάστηκαν ορισμένες λέξεις σε αχρησία.

Επιπλέον, η διεύρυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η εσωτερική μετανάστευση, τα μέσα

μαζικής ενημέρωσης και πληροφόρησης, ο τουρισμός, το γόητρο της γλώσσας των μορφωμένων

και των μεγάλων αστικών κέντρων αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες που επηρέασαν

αρνητικά τα τοπικά ιδιώματα. Σαν συνέπεια αυτής της κατάστασης παρατηρείται στο ιδίωμα μία

τάση για προσαρμογή και ενσωμάτωση στην Κοινή γλώσσα Νέα Ελληνική. Η συρρίκνωση στους

νεότερους είναι μεγαλύτερη, ενώ άτομα μέσης και προχωρημένης ηλικίας διατηρούν ακόμη την

ικανότητα αναπαραγωγής ιδιωματικού λόγου, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνες οι ομάδες που συνδέονται

με παραδοσιακά επαγγέλματα του τόπου τους. Το πιο δυσάρεστο είναι πως συχνά τα ιδιώματα

αντιμετωπίζονται μειωτικά από τους ομόγλωσσους, η χρήση τους αποθαρρύνεται και συχνά

στιγματίζεται, θεωρώντας την κοινή ελληνική γλώσσα «ορθότερη», «ωραιότερη», κι έτσι, οι

ομιλητές τους τείνουν να προσαρμόσουν τον τρόπο ομιλίας τους με αυτή, γεγονός που συνιστά

ένδειξη γλωσσικής ανασφάλειας, πενίας και αστικού νεοπλουτισμού, με συνέπεια να

παραγκωνίζεται η ντοπιολαλιά και να εξασθενίζει.

Όμως, η καλλιέργεια των ιδιωματικών εκδοχών της ελληνικής γλώσσας και η διατήρηση των

διαλεκτικών θυλάκων της θα πρέπει να συμβάλλει στην ανάσχεση της υποχώρησής τους. Η

μητρική γλώσσα με τη μορφή της τοπικής διαλέκτου είναι στενά συνδεδεμένη με την ιδιαίτερη

πατρίδα μας, με τη φυσιογνωμία του τόπου που μας γέννησε. Είναι η βιωματική και συγκινησιακή

πλευρά της γλώσσας, μέσα από την οποία αντικρίζουμε κι εκφράζουμε, ερμηνεύουμε, αξιολογούμε

κι αισθανόμαστε τον κόσμο με τους δικούς της τρόπους έκφρασης, το δικό της λεκτικό πλούτο, τη

δική της φωνητική χρωματική. Και δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε.

5. Επίλογος:

Κάθε τόπος είναι διαφορετικός. Η χρήση της τοπικής μας διαλέκτου μας κάνει να διαφέρουμε

από το σύνολο και μας βοηθά να διατηρήσουμε την τοπική μας ταυτότητα. Εξάλλου τα γλωσσικά

ιδιώματα εμπλουτίζουν την εθνική μας γλώσσα, διατηρούν τους δεσμούς με την παράδοση και

κάνουν πιο ζωντανό τον λόγο. Για όλους τους παραπάνω λόγους, όταν κάποιος χρησιμοποιεί το

τοπικό ιδίωμα, ανεξαιρέτου της κοινωνικής θέσεις στην οποία βρίσκεται, θα πρέπει να το

χρησιμοποιεί με περηφάνια κι όχι με ντροπή. Οι άνθρωποι που μιλούν την τοπική διάλεκτο δεν

πρέπει να αντιμετωπίζονται με κατωτερότητα και χλευασμό, αλλά με κατανόηση διότι η ελληνική

γλώσσα είναι μια γλώσσα ποικιλόμορφη, πολύμορφη και ετερογενής που βρίθει ιδιωματικών

στοιχείων. Στηρίζουμε, λοιπόν, την τοπική διάλεκτο γιατί όταν χάνεται μια ιδιωματική γλώσσα

χάνεται ταυτόχρονα και η κοινωνική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα της περιοχής όπου ομιλούνταν.

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Β΄ φάση: Δημιουργία ιδιωματικού λεξικού

Έρευνα: I. Παππού, γιαγιά τι σημαίνει η λέξη «απθώσ’» ;

Συγκέντρωση, επεξεργασία και συστηματική καταγραφή ιδιωματικών γλωσσικών

στοιχείων (λέξεων και φράσεων του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος).

Η έρευνα προσανατολίστηκε στη συλλογή ιδιωματικών λέξεων και φράσεων με

σκοπό να περιληφθούν, ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία, στο ιδιωματικό λεξικό. Τις

συγκεντρώσαμε ρωτώντας συμμαθητές, συγγενείς, φίλους και γνωστούς.

εργασία στην ολομέλεια:

Συγκεντρώσαμε τις λέξεις ανά ομάδα και αφού τις επεξεργαστήκαμε τις

καταχωρήσαμε ως λήμματα στο λεξικό:

• Οι λέξεις ελέγχθηκαν μία προς μία ώστε να αποφευχθεί η περίληψη στο ιδιωματικό

λεξικό των λέξεων εκείνων που απαντώνται και σε λεξικά της κοινής νεοελληνικής

γλώσσας.

• Παράλληλα επιχειρήθηκε ετυμολογική προσέγγιση των λέξεων, χωρίς αυτό να είναι

πάντοτε εφικτό.

Οπωσδήποτε πρόκειται για μια φιλότιμη προσπάθεια χωρίς βέβαια

εξειδικευμένες γλωσσολογικές γνώσεις.

Λεξικού περιεχόμενα:

Ακολουθώντας τις παραπάνω μεθοδολογικές αρχές στο λεξικό περιλάβαμε:

1. λέξεις με ελαφρά αλλοίωση στην εκφορά (π.χ. άγ’ρος = άγουρος, κ’τι = κουτί κτλ.)

2. λέξεις με σημαντική διαφοροποίηση από τις αντίστοιχες της κοινής νεοελληνικής

(π.χ. αμούριο = αμάσητο)

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

ΓΕ.Λ. ΜΑΤΑΡΑΓΚΑΣ

Ερμηνευτικό λεξικό

του ιδιώματος

της Αιτωλίας

Συνταγμένο από την ερευνητική ομάδα

του Α1 τμήματος στο πλαίσιο του μαθήματος Project

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

ΣΧ. ΕΤΟΣ 2013-14

Α

αβγατάω [<αβγαταίνω, αβγατίζω] ρ.,

αυξάνω, μεγαλώνω κάτι

άγρος (- η,- ο) [< άγουρος,-η, -ο] επίθ.,

ανώριμος, αγίνωτος

αγάντα επίρ., συνεχώς

αγραδώνω ρ. σκαλώνω, μπλέκομαι

αγρίδ’ [<άγριος] (το) ουσ., χωράφι με άγρια

βλάστηση που δεν καλλιεργείται

αδεκεί επίρ., επί τόπου, στο σημείο που

βρίσκεσαι

άι επιφ. εκδίκησης, π.χ. Άι! καλά να πάθ’ς!

αλάνταγος (-η, -ο) επίθ., άτσαλος,

απρόσεκτος

Αλβανέζα (η) επίθ., Αλβανίδα

αλ’σίβα (η) ουσ., είδος παλαιού

απορρυπαντικού, απόσταγμα στάχτης

χρήσιμο για πλύσιμο.

αμ’ τι; ερωτ. έκφρ., εμ πώς;

αμούριος (-α, -ο) επιθ., αμάσητος, π.χ. Το

κατάπιε αμούριο

αμπουξιά [<αμπώχνω] (η) ουσ., σπρωξιά

αμπουριάζω, ρ., θολώνω την ατμόσφαιρα,

βγάζω ατμό

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

άι ρ., άντε, τράβα, πήγαινε, π.χ. Άι σν’ ευχή τ’

θεού

αϊά επιφ., κοίτα

άιστε ρ., φύγετε, π.χ. Άιστε στου καλό

ακμπάω [<ακουμπάω,- ώ] ρ., ακουμπώ

άκσα [<άκουσα] ρ., άκουσα

άκα, επιφ., όχι

ακορμένω ή ακουρμένω ρ., ακούω με

προσοχή

αλπού (η) ουσ., αλεπού

αλπουκούναβου (το) ουσ., διασταύρωση

κουναβιού με αλεπού

αλ’φή [<αλοιφή] (η) ουσ., 1. η αλοιφή, 2.

μτφ. ο μεθυσμένος

αλ’χτάω [<αλυχτάω, -ώ] ρ., 1. γαυγίζω, 2.

μτφ. βρίζω, φωνασκώ

αλαμανιάζω ρ., αναστατώνω

αναφταώθκα, ρ., 1. τρόμαξα, 2. άναψα

ανεμοτούρλιασμα (το) ουσ., ανακάτωμα

αντερώνομαι, ρ., τεντώνομαι

αντικιάζω ρ., σκοπεύω νοερά με το μάτι

αντικιαστά, επίρρ., δεν διακρίνω κάτι

καθαρά

αξούργος (ο) επίθ., ο αξύριστος

αουπάν[< από πάνω] επίρρ., από πάνω

αουπέρα [< από πέρα] επίρρ., απέναντι,

πέρα από

απ’ κάτ [< από κάτω] επίρρ., από κάτω

απάν επίρρ., επάνω

απάν’- κάτ’ (<απάνω-κάτω), επίρρ., πάνω-

κάτω

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

απδάω ρ., πηδάω, -ώ

απδισιά (το) ουσ., πήδημα

απεδώ [< από εδώ] επίρρ., από δω

απεκεί [<από εκεί] επίρρ., από εκεί

απεκειά [<από εκεί δα] επίρρ., από εκεί

ακριβώς

απήδσα ρ., πήδηξα

απθώνω [<απιθώνω] ρ., αποθέτω, αφήνω

κάτι κάπου, τοποθετώ, ακουμπώ

απθώσ’ [<απιθώσου] ρ., κάτσε

απολοϊέμαι [<απολογούμαι] ρ., απαντώ,

μιλώ

αποστομιέμαι ρ., πέφτω, σκοντάφτω

απουσταίνου [<αποσταίνω] ρ.,

κουράζομαι, αποκάμνω

απστομάω ρ., αναποδογυρίζω κάτι, πχ.

Απστόμα/απστόμσα το ποτήρι

απστουμήθκα ρ., έπεσα

αρβάλ’ (το) ουσ., 1. λαβή, χερούλι

κατσαρόλας, 2. ροδάνι π.χ. Πήγαινε η γλώσσα

του αρβάλ’.

αρέλεγος (ο) ουσ., κόσκινο

αρούπουτο(υ)ς (ο) επίθ., αχόρταγος

ασιούκωτος (ο) επίθ., 1. ασήκωτος, 2. μτφ.

μεθυσμένος

αστόησα [<αστόχησα] ρ., ξέχασα

ασφάκα (η) ουσ., ξυλω δες φυτο θα μνος

της οικογένειας των χειλανθών της τάξης

των σωληνανθών.

ατσούμπαλος (ο) επίθ., απρόσεκτος,

χοντροκομμένος

αφαλοκόφκα [<αφαλοκόβω] ρ., τρόμαξα,

ανησύχησα

αφύσ’κος [<αφύσικος] (ο) επίθ., που δεν

έχει κανονική διάπλαση, άσχημος

Β

βάβω (η) ουσ., η γιαγιά

βαΐζω ρ., γέρνω από τη μια πλευρά του

σώματός μου

βακούφκο [<βακούφι, βακούφικο] (το) ουσ.,

κτήμα ή οικόπεδο που ανήκει σε εκκλησία ή

μοναστήρι

βαρέλ’ (το) ουσ., βαρέλι

βασκάνω [<βασκαίνω]ρ., ματιάζω

βάσταμα [ <βάσταγμα] (το) ουσ., γυναικείο

φορτίο (ξύλα, κλαρί, κλπ)

βατσ(ι)νιά (η) ουσ., αγκάθια – βάτα

βελάν’ (το) ουσ., βελανίδι

βερβέρα [<βερβερίτσα < σλαβ. ververitsa]

(η) ουσ., σκίουρος

βιτούλ’ [< βετούλι< λατ. vitulus] (το) ουσ.,

κατσίκι ηλικίας περίπου ενός έτους

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

βλουημένος (-η, -ο) επίθ., ευλογημένος

βόμπρας (ο) ουσ., μπόμπιρας

βούριαξα ρ., έσκασα από επιθυμία για κάτι

βρούδια (τα) ουσ., δεξαμενές (κτιστές ή

σκαμμένες στο έδαφος) συγκέντρωσης

νερού για το πότισμα κτημάτων· ενίοτε και

για κολύμπι· γνωστό το «οχτάρι».

Γ

γαλατσίδα (η) ουσ., 1. αυτοφυές φυτό με

μεθυστικές και υπνωτικές ιδιότητες, 2.

καλαμπόκι με πολύ μαλακά σπυριά.

γαλοτύρ’ (το) ουσ., γαλακτοκομικό προϊόν

γατσιασμένος [< γατσιάζω: μαζεύω,

ζαρώνω] (ο) μτχ., αδύνατος, κοκαλιάρης

γατσόπλο (το) ουσ., γατάκι

γατσούν’ (το) ουσ., γατάκι

γελάδ’ (το) ουσ., η αγελάδα

γίκος (ο) ουσ., στοίβα από σκεπάσματα

(φλοκάτες, κουβέρτες κλπ.)

γινάτ’ [<γινάτι < τουρκ. inat: πείσμα] (το)

ουσ., εκδικητική μανία, εκδίκηση

γίνκε ή γίγκει ρ., έγινε

γιόμστο φρ., γέμισέ το

γκαβώθκα [< γκαβώθηκα] ρ., τυφλώθηκα

γκανιάζω ρ., διψάω υπερβολικά

γκασμάς [<κασμάς] (ο) ουσ., 1. σκαπτικό

εργαλείο, 2. μτφ. άσχετος, ανίδεος

γκειό [<αγγείο] (το) ουσ., δοχείο

γκειά [<αγγείο] (τα) ουσ., οικιακά σκεύη

γκιόλιασε ρ., για το έδαφος που

συγκράτησε βρόχινο νερό

γκιουλέκας (ο) ουσ., ο χωριάτης με την

κακή έννοια, νταής, ψευτοπαλικαράς

γκουρτσιά [<γκορτσιά <αλβαν. goritse] (η)

ουσ., αγριαχλαδιά

γλή(γ)ου(ρ)α επίρρ., γρήγορα

γλιέπω ρ., βλέπω

γμάρ’ ή γουμάρ’ [<γομάρι] (το) ουσ.,

γαϊδούρι

γούρμασε ρ., ωρίμασε

γρατσνάω ρ., γρατσουνίζω

γρέκ’ (το) ουσ., βαρύς ύπνος, τάφος π.χ.

Πήγε γρέκι

γρουμπούλιασε ρ., σβόλιασε

γύφτσα [<γύφτισσα] (η) ουσ., γύφτισσα,

ρομά

Δ δάχλο ή δάχτλο [<δάχτυλο] (το) ουσ.,

δάχτυλο

διαγουμάω [<διαγουμίζω] ρ., λεηλατώ

διασύνη (η) ουσ., βιασύνη

διπλάρκα (τα) ουσ., τα δίδυμα παιδιά ή ζώα

δραγάτ’ς [<δραγάτης] (ο) ουσ.,

αγροφύλακας

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Ε

έγκωσα ρ., έσκασα

εκειός αντων., εκείνος

έφχα [<φεύγω] ρ., έφυγα

Ζ ζ’γκατάψυξ’ φρ., στην κατάψυξη

ζα (τα) ουσ., τα ζώα

ζαβρακιάσμενος [< σαφρακιάζω](ο) μτχ.,

κοκαλιάρης άνθρωπος

ζαγάρ’ [<ζαγάρι] (το) ουσ., 1. σκυλί, 2. μτφ.

κουτοπόνηρος, τιποτένιος

ζαλίσκα ρ., ζαλίστηκα

ζάντζα (η) ουσ., γκρίνια, νεύρα

ζάφτου, ρ., τρώω και πίνω με λαιμαργία

ζβάου, ρ., σβήνω

ζβάρνα [<σβάρνα] επίρρ., γκρεμίζοντας,

ισοπεδώνοντας π.χ. Τα πήρε όλα ζβάρνα

ζβαρνιέμαι [<σβαρνίζω] ρ., σέρνομαι,

κυλιέμαι κάτω

ζγουρ’ [<ζυγούρι] (το) ουσ., αρνί 1-2 ετών,

μεγάλο αρνί

ζ’γώνω [<ζυγώνω] ρ., πλησιάζω σιγά-σιγά

ζερβός (-ή, -ό) επίθ., που δεν τον βλέπει ο

ήλιος

ζεύλα (η) ουσ., εξάρτημα του ζυγού που

ζεύουν τα βόδια

ζήβα, ρ., σβήσε

ζιεβγάρ’ (το) ουσ., ζευγάρι

ζλάπ (το) ουσ., 1. το ζώο. 2. ατίθασος

άνθρωπος

ζ’μαρ (το) ουσ., ζυμάρι

ζμι (το) ουσ., ζουμί

ζμπάου [<ζουπάω] ρ., πιέζω αφόρητα

ζ’μπλατεία φρ., στην πλατεία

ζ’μπόρτα φρ., στην πόρτα

ζ’μπύλ’ φρ., στην πύλη

ζούδ’ (το) ουσ., μικρό ζωύφιο

ζουνάρ’ [<ζωνάρι] (το) ουσ., ζώνη, ζωστήρα

Η ήμαστανε ρ., ήμασταν

ήμτανε ρ., ήμουνα

ήσαστανε ρ., ήσασταν

ήστανε ρ., ήσουν

Θ θκος μ’, θκη μ’, θκο μ’ αντων., δικός, -ή, -ό

μου

θκος σ’, θκη σ’, θκο σ’ αντων., δικός, -ή, -ό

σου

θκος τ’, θκη τ’, θκο τ’ αντων., δικός, -ή, -ό

του

θκοι μ’, θκες μ’, θκαμ΄ αντων., δικοί, δικές,

δικά μου

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

θκοι σ’, θκες σ’, θκασ΄ αντων., δικοί, δικές,

δικά σου

θκοι τ’, θκες τ’, θκατ΄ αντων., δικοί, δικές,

δικά του

θκος μας, θκη μας, θκο μας αντων., δικός,

-ή, -ό μας

θκος σας, θκη σας, θκο σας αντων., δικός,

-ή, -ό σας

θκος τ’ς, θκη τ’ς, θκο τ’ς αντων., δικός, -ή,

-ό τους

θκοι μας, θκες μας, θκα μας αντων., δικοί,

δικές, δικά μας

θκοι σας, θκες σας, θκα σας αντων., δικοί,

δικές, δικά σας

θκοι τ’ς, θκες τ’ς, θκα τ΄ς αντων., δικοί,

δικές, δικά τους

θειά (η) ουσ., η θεία

θιαμένουμαι ρ., θαυμάζω, απορώ

θκαρ' (το) ουσ., θήκη για μαχαίρι

θλάκ’ [<θηλάκι] (το) ουσ., η θηλιά στο

παντελόνι για το πέρασμα της ζώνης

θλυκώνω [<θηλύκι] ρ., κουμπώνω

Ι

ίδρωτας (ο) ουσ., ιδρώτας

ισκιάδ’ (το) ουσ., σκιερό σημείο

Κ

κάδ’ ή καδί [<υποκορ. του κάδος] (το) ουσ.,

ξύλινο δοχείο αποθήκευσης τυριού

καθάριο (το) ουσ., το σταρένιο ψωμί

καθούρ’ (το) ουσ., κρύος αέρας π.χ. Μ’

έκοψε τα καθούρ’

κακάβ’ (το) ουσ., κατσαρόλα

κακουρίζκους (-η, -ο) επίθ., κακομοίρης

καλοϊάννος [<καλογιάνος] ουσ., το μικρό

πουλί ερύθακος

καλοσκεράω ή καλοσκερνώ ρ., δοκιμάζω

(τρώω) κάτι για πρώτη φορά για το τρέχον

έτος ή για την εποχή ωρίμανσής του

κανάτ’ (το) ουσ., κανάτι

καντάρ’ (το) ουσ., ζυγαριά

κάουεπιφων. υποδουλώνει θόρυβο

καραβάν’ (το) ουσ., τσίγκινο κατσαρολάκι

καραβάνα (η) ουσ., κατσαρόλα

καρακαμπίλα (η) ουσ., μεγάλος κάμπος,

εκτεταμένο πεδινό έδαφος

καρδιλάγγος (ο) ουσ., καταπιόνας, λαιμός

καρκαλιάς (ο) ουσ., η παιδική ασθένεια

κοκκύτης

κάρκανο (το) ουσ., κάτι πολύ ξερό ή πολύ

καμένο

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

καρκαριέμαι ρ., γελάω δυνατά

καρκώθκα ρ., πνίγηκα

καρκώνουμι ρ., πνίγομαι

κάρνα (τα) ουσ., κάρβουνα

καρπζάκ’ (το) ουσ., καρπουζάκι

καρτσαπλιάς (ο) ουσ., αναξιόπιστο, μη

έμπιστο άτομο

καστραβέτσ’ (το) ουσ., αγγούρι

καστραβετσιά (η) ουσ., αγγουριά

καταή ή καταής [<καταγής] επίρρ., στο

έδαφος, στο δάπεδο, κάτω

κατεβατός (ο) ουσ., άνεμος που έρχεται

από το βουνό

κατράω ρ., ουρώ

κατρήσκα ρ., απέβαλα ούρα

κατσαρόλ’ (το) ουσ., κατσαρόλι , χύτρα

κατσιούλα [< κατσούλα] (η) ουσ., ρούχο

(κουκούλα) για την προστασία του

κεφαλιού από το κρύο ή τη βροχή

κατσκουτράι (το) ουσ., μικρό κατσίκι

κβάρ’ (το) ουσ., κουβάρι, νήμα

κδούνα (η) ουσ., 1. κουδούνι, 2. μτφ.

μεθυσμένος

κείθε [<εκείθε] επίρρ. από ’κει

κιαπέ [< κι + ἀπέκει] επίρρ., και λοιπόν, κι

έπειτα π.χ. Κι απέ, τί έγινε.

κιό σύνδ., μα, όμως, κι όμως

κλαπατσίμπανα (τα) ουσ., μουσικά

όργανα

κλαπέτο (το) ουσ., μτφ. το μυαλό

κλάρα (η) ουσ., μεγάλο κλαδί

κλειου ρ., κλείνω

κλείσμα (το) ουσ., περιφραγμένο χωράφι

κλιέμαι ρ., σέρνομαι , κυλιέμαι κάτω (πρβ.

ζβαρνιέμαι)

κλιτσνάρ (το) ουσ., 1. πόδι ζώου, 2.

Αδύνατος

κλούβα (η) ουσ., ντουλαπάκι, αντί ψυγείου,

με ψιλή σήτα στις πλευρές του, για να

αερίζονται και να διατηρούνται τα τρόφιμα

κλουρ’ (το) ουσ., κουλούρι

κλούρα (η) ουσ., κουλούρα

κμάσ’ (το) ουσ., περιφραγμένος χώρος για

μεγάλωμα χοίρων

κ’μήθκα ρ., κοιμήθηκα

κνάβ’ (το) ουσ., κουνάβι

κνουπ’ (το) ουσ., κουνούπι

κο(υ)ρόμπλο (το) ουσ., κορόμηλο, ο

καρπός της κορομηλιάς

κο(υ)σί επίρρ., γρήγορα, πηγαίνω κάπου με

γρήγορο βάδισμα

κο(υ)ψο(υ)μεσίασ(τ)’κα ρ., κουράστηκα

κοδέλα (η) ουσ., 1. κλειστή στροφή, 2.

τοποθεσία

κόθρος (ο) ουσ., η γωνία του ψωμιού

(καρβελιού)

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

κοκονάκ’ επίρρ., καθιστός με λυγισμένα τα

γόνατα

κοκόσιες (οι) ουσ., καρύδες

κόκοτας (ο) ουσ., κόκορας

κοματσιούλ’ (το) ουσ., μικρό τεμάχιο

ψωμιού, συνήθως υπόλειμμα

κομοντοριά (η) ουσ., ντομάτες

κοντοσβόιρας (ο) ουσ., κοντός άνθρωπος

κοτοπούλ’ (το) ουσ., κοτόπουλο

κουμούτσ’ (το) ουσ., κομμάτι ψωμιού

κουντράω [< κουντρίζω] ρ., βαράω,

σκουντάω

κουρίτα (η) ουσ., πέτρινη σκαλιστή

ποτίστρα – ταΐστρα για τα ζώα

κουρκούτ’ (το) ουσ., φαγητό με αλεύρι και

γάλα, βρασμένος χυλός με αλεύρι

κούρνια (η) ουσ., κοτέτσι

κουρουμπλιά (η) ουσ., το οπορωφόρο

δέντρο κορομηλιά

κουσεύω ρ., τρέχω

κούσιαλο (το) ουσ. πολύ ηλικιωμένος

άνθρωπος, αλλιώς σάψαλο ή χούφταλο

κουσιεύω ρ., περπατώ γρήγορα, σπεύδω

κουτερά (τα) ουσ., κότες

κουτζάμ [< κοτζάμ < τουρκ. kocaman] (ο, η,

το) άκλιτο επίθ., είναι πλέον στην

κατάλληλη ηλικία ή μέγεθος, τόσο μεγάλος

κουτλάω [<κουτουλάω] ρ.,1.παραπατάω,

κουτουλάω, 2. γαργαλάω

κούτσαβλος (ο) επίθ., κουτσός

κουτσιούμπλιασα ρ., στραμπούλιξα το

δάχτυλο του ποδιού

κούτσκους (ο) επίθ., μικρός

κουψοκέφαλος (ο) επίθ., αυτός που το

μυαλό του "κόβει", έξυπνος

κρατσανάω ρ., τρώω κάνοντας πολύ

θόρυβο

κρεματζαλιέμαι ρ., κρεμιέμαι

κρεματζούρ’ (το) ουσ., αυτό που κρέμεται

κρικέλ’ (το) ουσ., ο κρίκος ένωσης του

ζυγού των βοδιών με το αλέτρι

κριτσίκ’ (το) ουσ., δασύ, πυκνοφυτεμένο

έδαφος

κρο(υ)κάρ’ (το) ουσ., μικρό κρεμμύδι για

φύτεμα

κρούνα [<κουρούνα] (η) ουσ., κοράκι

κρούω ρ., αγγίζω

κταβ’ (το) ουσ., μικρό, νεογέννητο σκυλί,

κουτάβι

κτάλ’ (το) ουσ., κουτάλι

κτάομαι ρ., κοιτάζομαι

κτι (το) ουσ., κουτί, κιβώτιο

κτσος (-ή, -ό) επίθ., κουτσός

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

κτσουπ’ (το) ουσ., 1. καρεκλάκι, 2. Ο κορμός

που απομένει ριζωμένος στο έδαφος μετά το

κόψιμο του δέντρου.

κτσούρες (τα) ουσ., ξερά ξύλα

κφάλα [<κουφάλα] (η) ουσ., τρύπα στο

δέντρο

κφο (το) ουσ., ποντίκι που τρώει ρίζες

Λ

λαβαντώθκα ρ., τρόμαξα

λαΐνα ή λαΐν’ [<λαγήνι] (η) ουσ., στάμνα

λάισα ρ., έγειρα, στράβωσα

λάκ’σα ρ., πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας

λακάω [< λακέω,-ώ και λακίζω] ρ., φεύγω,

τρέχω γρήγορα μακριά

λάκκα [<λάκκος] (η) ουσ., καλλιεργήσιμο

χωράφι

λάλας (ο) ουσ., ο αδελφός

λαλάω [<λαλώ ] ρ., παίζω μουσική με βασικό

όργανο το κλαρίνο

λαχτάρσα ρ., φοβήθηκα/τρόμαξα

λελέκ’ (το) ουσ., μτφ. ο υπερβολικά

αδύνατος άνθρωπος

λεχάρ’ (ο) ουσ., λεβέντης, ψηλός άνθρωπος

λιανώματα (τα) ουσ., νομίσματα μικρής

αξίας

λθάρ’ (το) ουσ., η πέτρα

λιοστάσ’ (το) ουσ., χωράφι με ελαιόδεντρα

λόντζα (η) ουσ., σκέπαστρο κεντρικής

εισόδου σπιτιών

λούρα (η) ουσ., βέργα

λούσ(τ)κα ρ., λούστηκα

λουτιάζω ρ., χαζεύω, χάνω τα λογικά μου

λούτος (ο) επίθ., αθώος, χαζός

λυγγιάζω ρ., έχω λόξυγκα

Μ

μαγκούφκος (-α, -ο) επίθ., κακόμοιρος,

καταραμένος

μαλαφαρίζω ρ., ανακατεύω

μαντανία (η) ουσ., κουβέρτα

μαντζιάρω ρ., τρώω

μαξούμ (το) ουσ., μικρό παιδί

μαρκάλ(ι)σμα (το) ουσ., η πράξη

αναπαραγωγής των αμνών, κατσικιών κτλ.

μαρκαλάω ρ., ζευγαρώνω (για ζώα)

μαρκούτσ’ (το) ουσ., λεπτό και μυτερό

αντικείμενο

μαρτίν’ (το) ουσ., μικρό πρόβατο

μαρτίνια (τα) ουσ., μικρό κοπάδι ζώων

μάσια [< μασίον < τουρκ. maa] (η) ) ουσ.,

εργαλείο τζακιού, μεταλλική λαβίδα για τα

αναμμένα κάρβουνα, πυράγρα, μασιά

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

ματζαφλάρας (ο) ουσ., φίδι μεγάλου

μήκους

ματουϊάλα (τα) ουσ., γυαλιά οράσεως

ματσ(ι)αλάω ρ., μασάω μασουλάω

με σιούρξε φρ., ξεπάγιασα

μελκοκιά (η) ουσ., το δέντρο μελικοκιά

με πεινάει φρ., πεινάω

μεσάλι (το) ουσ., μακρόστενο πανί για το

τύλιγμα ψωμιού, τραπεζομάντιλο

μεσαρκά (τα) ουσ., τα εντόσθια

μολόημα (το) ουσ., αφήγηση γεγονότος,

ιστορίας κτλ.

μουλαΐμκος (ο) επιθ., πράος και ήσυχος

άνθρωπος, αθώος, απονήρευτος

μουμούδ’ (το) ουσ., 1. έντομο, 2. μτφ. ο

οκνηρός

μουντρούχος (-α, ο) επιθ. 1. μοναχικός, 2.

βαρετός, χωρίς ενδιαφέρον

μούρκα (η) ουσ., κατακάθι υγρού,

συνηθέστερα λαδιού

μούτα (η) ουσ., 1. ομίχλη τέρας, 2.

τρομακτική μορφή π.χ. Θα ‘ρθει η μούτα

μουτεύω, ρ., δεν ομιλώ, σιωπώ

μουτζοκλαίω ρ., προσποιούμαι πως κλαίω

μπαΐλσα ρ., έγειρα, νύσταξα

μπαϊλσιά(η) ουσ., ζαλάδα

μπακακάκι [<υποκορ. του μπάκακας] (το)

ουσ., βατραχάκι

μπακανιάρκο (το) ουσ., το παιδί που έχει

πρησμένη κοιλιά

μπακάνιασα ρ., πρήστηκα από το πολύ

νερό, ποτό

μπάλα (η) ουσ., το μέτωπο

μπάτσα (η) ουσ., χαστούκι

μπαφιάζω ρ., λαχανιάζω, δεν είμαι σε καλή

φυσική κατάσταση

μπαφουσκιασμένος (ο) μτχ., πρησμένος

μπαχτσές ή μπακτσές (ο) ουσ., 1. το

χωράφι, 2. ο κήπος

μπικιόν’ (το) ουσ., κανάτι, ποτήρι

μπλαθούρ’ (το) ουσ., χοντροκομμένο

μπλάνα (η) ουσ., σκληρή πέτρα

μπλαρ’ (το) ουσ., το μουλάρι

μπλι(α)τσιανάω ρ., κάνω μπάνιο σε ρηχά

νερά, βρέχομαι

μπλιόρα (η) ουσ., πρωτότοκος κατσίκα

μπλιστούρα (η) ουσ., εντόσθια, κοιλιά

μπόβολος (ο) ουσ., σαλιγκάρι

μπολίτσα (η) ουσ., μικρό χωνευτό

ντουλαπάκι τοποθετημένο συνήθως δεξιά

και αριστερά από το τζάκι

μπόσ’κος [<μπόσικος <τουρκ. bo] (-η, -ο), 1.

χαλαρός, ξεσφιγμένος 2. μπόσ’κα (τα) ουσ.,

κενά π.χ. Κρατάω/βαστάω τα μπόσ’κα

μπότσκας (ο) επίθ., αμίλητος

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

μπούγλα (η) ουσ., τενεκές, ασκί, δοχείο

μπουχαρί (η) ουσ., η καμινάδα

μπρίσγαλο (το) ουσ., άγουρο σύκο

μσιάκα (η) ουσ., βατράχι μεγάλου μεγέθους

μσκαρ’ (το) ουσ., το μοσχάρι

μστρί (το) ουσ., μυστρί

μτσούνα [<μουτσούνα] (η) ουσ., μούρη,

πρόσωπο

Ν

νίφκα ρ., νίφτηκα

νογάω ή νουγάω [< εννοέω, -ώ] ρ.,

καταλαβαίνω

νοιάσκα ρ., νοιάστηκα

νομ’ ή δομ’ φρ., δώσε μου

ντάβλ’ (το) ουσ., ξύλο για το τζάκι

νταβλαρώθκα ρ., έπεσα κάτω ή ξάπλωσα

απότομα

ντάλα επίρρ. 1. στην αποκορύφωση ενός

γεγονότος 2. κατακούτελα

νταούλ’ (το) ουσ., ο πρησμένος είτε από το

πολύ φαΐ είτε από τσιμπήματα εντόμων

ντέλος (ο) ουσ., μεγάλη ποσότητα, π.χ.

Έβαλε στο φαί ένα ντέλο αλάτι.

ντεφ’ (το) ουσ., σουρωμένος, μεθυσμένος,

π.χ. Έγινε ντέφ’.

ντιπ για ντιπ φρ., εντελώς, παντελώς,

τελείως

ντιπ επίρρ., καθόλου

ντλάπ’ (το) ουσ., ντουλάπι

ντλάπα (η) ουσ., ντουλάπα

ντουχνιάζω ρ., γεμίζω καπνό, π.χ. Μας

ντούχνιασες με το τσιγάρο σου.

ντραμτζάνα (η) ουσ., μεγάλο γυάλινο

δοχείο για οινοπνευματώδη ποτά

Ξ

ξαστόησα [< ξαστοχώ] ρ., ξέχασα

ξαστοχάω [< ξαστοχώ] ρ., ξεχνάω

ξαφνιέμαι ρ., ξαφνιάζομαι

ξεκαλαμιάζω ρ., χτυπάω στους

αστραγάλους

ξεκαμπάω ρ., 1. αρχίζω να διακρίνομαι

καθώς έρχομαι από κάπου, 2. Ξεμυτίζω

ξεμοτόχου επίρρ., αποκλειστικά

ξεμτσουνιάσκα ρ., τράκαρα μετωπικά

ξεσκλάω ρ., σχίζω ρούχα ή υφάσματα

ξεσπρίζω [<ξεσπυρίζω] ρ., αφαιρώ τους

σπόρους

ξεσφαγιάζομαι ρ., κόβομαι

ξετσαουλιάσ(τ)κα ρ., μου έφυγε το σαγόνι

ξετσόνιασα ρ., απέκτησα θάρρος

ξεφσάω ρ., ανεστενάζω

ξιμαλλιάρκου (το) επίθ., χωρίς μαλλιά,

ξεμαλλιασμένο

ξιπάιασα ρ., ξεπάγιασα

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

ξτρί (το) ουσ., το σιδερένιο χτένι που

χτενίζουν, ξύνουν το σώμα των αλόγων

ξυάω ρ., ξύνω

ξυέμαι ρ., ξύνομαι

Ο ούι! επιφ., πω-πω! σοβαρά; αλήθεια;

ουλούθι ή ολούθι [<ολούθε], παντού

όχτος [<αρχ. ὄχθος] (ο) ουσ., άκρη του

χωραφιού

Π πααίνω ρ., πηγαίνω

παγγύρ’ (το) ουσ., πανηγύρι

παλιορούτια (τα) ουσ., παλιά ρούχα

παλιόρχα (τα) ουσ., παλιά ρούχα

παλιοσκάλτσουνα (τα) ουσ., παλιές

κάλτσες

παλούμπας (ο) ουσ., άχαρος στις κινήσεις

παπαδέλες (οι) ουσ., ποπ κορν

παραγκώμι (το) ουσ., το παρατσούκλι

παραγκωμιάζω ρ., κοροιδεύω

παραθύρ’ (το) ουσ., παράθυρο

παραμέρα [<παραμερίζω] ρ., παραμέρησε

παραμεράω [<παραμερίζω] ρ., κάνω στην

άκρη

παρασανταλιάσκα ρ., αλλοιώθηκε η

εξωτερική μου εμφάνιση

παρασάνταλος (ο) επίθ. άχρηστος

παρασόλ’σα ρ., 1. φοβήθηκα, 2. απόκαμα,

κουράστηκα

πατάκα (η) ουσ., πατάτα

πατατούκα (η) ουσ., ένδυμα προστασίας

από το χειμερινό ψύχος, χοντρό παλτό

πατλιά (η) ουσ., μικρός θάμνος, βάτα

πατούνια (τα) ουσ., κάλτσες με χοντρή

πλέξη, ιδανική για τα κρύα

πατσιαούρ’ (το) ουσ., πετσέτα, πανί

πατσιούρα (η) ουσ., πολύ άσχημη γυναίκα

πάφλας (ο) ουσ., τσίγκινος τενεκές

πγάδ’ (το) ουσ., πηγάδι

πε’ τ’ς φρ., πες της

πεζούλα (η) ουσ., χωράφι μικρό (συνήθως

τα χωράφια που βρίσκονται σε διαφορετικά

επίπεδα μέσα στο ίδιο κτήμα)

πελεκάω ρ., μτφ. ξυλοφορτώνω

περδικλώθκα ρ., σκόνταψα

περδικλώνομαι ρ., παραπατάω,

σκοντάφτω

Πέφτ’ (το) ουσ., η ημέρα Πέμπτη

πθαμή (η) ουσ., 1. πιθαμή 2. μτφ. ο κοντός

π.χ. Μια πθαμή είνι και μας κάν’ και του

γκαμπόσου.

πιδελόγα (η) ουσ., μικρό τεμάχιο τριχιάς με

το οποίο δένουμε τα μπροστινά ή πισινά

πόδια των αλόγων.

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

πιστρόφια (τα) ουσ., η επιστροφή της

νύφης στη μάνα της μετά από οχτώ μέρες

γάμο για φαγητό

πλάλα [<πιλαλώ] (η) ουσ., τρέξιμο

πλαλάω [<πιλαλάω] ρ., τρέχω

πλαστήρι (το) ουσ., ξύλινη κυκλική βάση,

χρησιμοποιείται για άνοιγμα φύλων ζύμης

πλατάν’ (το) ουσ., πλατάνι

πλατσιανάω ρ., πλατσουρίζω

πλι (το) ουσ., πουλί, πτηνό

πλιατσκωμένος ή πλιατσκουμένους μτχ.,

πατημένος

πλομάτσα (η) ουσ., στρώμα

πλοχέρ’ (το) ουσ., η χούφτα του ενός χεριού

πνΐηκα ρ., πνίγηκα

ποστιάζω ρ., βάζω το ένα πάνω στο άλλο

πότζ’ (το), το βραστό τσίπουρο με ζάχαρη,

κάνει καλό στα κρυολογήματα

πουδάρ’ (το) ουσ., πόδι

πουμώθκα, [<πουμώνω < πωμώνω] ρ.,

πνίγηκα, δεν μπορώ να πάρω ανάσα

πραζ’, ρ., πειράζει, π.χ. Πραζ’ αν τράω;

πράζω ρ., πειράζω, ενοχλώ

πράιτα (τα) ουσ., πρόβατα

πράματα (τα) ουσ., τα βοσκήματα

(πρόβατα, γίδια κτλ.)

πρατίνα (η) ουσ., προβατίνα

πρατσαλάει, ρ., ο θόρυβος που κάνουν τα

καιγόμενα κλαδιά

πρέντζα (η) ουσ., γαλακτοκομικό προϊόν,

είδος μυζήθρας

πριόβολος (ο) ουσ., πρόγονος του

αναπτήρα, χρησίμευε παλιά για το άναμμα

της φωτιάς. Αποτελείτο από πριόβολο

(μεταλλικό αντικείμενο) την ίσκνα

(παράσιτο των δέντρων) και το στουρνάρι

(είδος πέτρας που με την τριβή παράγει

σπίθες).

πριτσαλίστκα ρ., κάηκα

προυγκάω ρ., αποδιώχνω με φωνές και

θόρυβο

προυν’ (το) ουσ., πιρούνι

προύσια (η) ουσ., η ζεστή ακόμα στάχτη

πρωμάδα [< πυρωμάδα] (η) ουσ., φέτα

ψωμιού που την ροδοκοκκινίζουμε στο τζάκι

ή στη σόμπα

πρώνομαι [<πυρώνομαι] ρ., ζεσταίνομαι

κοντά στη φωτιά του τζακιού

πτιά (η) ουσ., ένζυμο που χρησιμοποιούν οι

τυροκόμοι για την πήξη του γάλακτος

Ρ

ρέκλιασα ρ., κουράστηκα

ρεκοβελάζω ρ., κλαίω κι ουρλιάζω

ταυτόχρονα

ρέκος (ο) ουσ., σπαρακτικό κλάμα

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

ρεύω ή ρέβω [< ῥέω] ρ., 1. κάνω ή παθαίνω

κάτι σε μεγάλο βαθμό π.χ. Έρεψε στο φαί 2.

εξαντλούμαι σωματικά π.χ. Αρρώστησε κι

έρεψε.

ρεχατιάζω ρ., ξεκουράζομαι

ρζάφτ’ (το) ουσ., η ρίζα του αυτιού στο

πίσω μέρος του

ρογγαλιάσκα ρ., γδάρθηκα,

γρατζουνίστηκα

ρόκα [<ιταλ. Rocca < αρχ. γερμ. roccho] (η)

ουσ., το καλαμπόκι

ρουπώνω ρ., ικανοποιώ την πείνα ή τη δίψα

μου

ροχάλα [<ρόχαλο], (η) ουσ., φλέμα

Σ

σαγάν’ (το) ουσ., χαλκωματένιο πιάτο

σαϊλιασμένος (ο) μτχ. αυτός που έχει χάσει

τα λογικά του (πρβ. σαϊλός)

σαϊλός (-ή, -ό) επίθ., χαζός

σακαφλιόρα (η) ουσ., άσχημη

σακούλ’ (το) ουσ., τσάντα , σακούλα

σαλαγάω ή σιαλαγάω ρ., μαζεύω, οδηγώ τα

ζώα με φωνές

σαούρα (η) ουσ., απόλυτη σιωπή

σαρμανίτσα (η) ουσ., αυτοσχέδια κούνια

σατίλ’ (το) ουσ., μεταλλικός κουβάς

σβόιρας (ο) ουσ., 1. κοντός, 2. ζωηρός,

δραστήριος

σβουρλιάω ρ., πετάω κάτι με θυμό

σγατζιαρώνωρ., σηκώνω (για μαλλιά)

σειέμαι ρ., κουνιέμαι (σείσκατε, κτλ.)

σιαδώθε επίρρ., προς τα εδώ

σιάζου ρ., ισιώνω

σιαϊτάνς (ο) ουσ., 1. διάβολος, 2. μτφ. ο

ζωηρός

σιακεί επίρρ., προς τα εκεί

σιαμούτσα (η) ουσ., σφυρί

σιαπάν, επίρρ., προς τα πάνω

σιαπέρα επίρρ., προς τα πέρα, εκεί πέρα,

παραπέρα, ίσια πέρα

σιαπέρας (ο) επίθ., άτομο (άρρεν) πέρα

βρέχει

σιαπέρω (η) επίθ., άτομο (θήλυ) πέρα

βρέχει

σιάφαρο(το), άσχημη γυναίκα

σιάψαλο [< σάψαλο] πολύ ηλικιωμένος

άνθρωπος (πρβ. κούσιαλο)

σιουράω ρ., 1. σφυρίζω, 2. Μτφ.

ελαφρόμυαλος, π.χ. Δεν σιουράει τίποτα

σιουρζμένος (ο) μτχ., ο άμυαλος, αυτός που

έχασε τα λογικά του

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

σιουρμανάω ρ., σφυρίζω δυνατά

σιρκουθήλκο (το) ουσ., αρσενικοθήλυκο

σκαλτσούνια (τα) ουσ., κάλτσες

σκαμνιά (η) ουσ., το δέντρο μουριά

σκαπετάω ρ., πετάω κάτι μακριά με πολύ

δύναμη

σκαρπιάς (ο) ουσ., σκορπιός

σκαφίδ’ (το) ουσ., σκεύος για ζύμωμα,

πλύσιμο κτλ.

σκαφίδα (η) ουσ., μεγάλη ξύλινη λεκάνη

για λύσιμο ρούχων, ζύμωμα κτλ.

σκεπάρν’ (το) ουσ., 1. εργαλείο οικοδομών,

σκεπάρνι, 2. μτφ. αυτός που δεν

καταλαβαίνει

σκερβελές (ο) ουσ., αχαΐρευτος,

ανεπρόκοπος

σκιάχκα [<σκιάζομαι] ρ., τρόμαξα

σκλέντζα (η) ουσ., ξύλο

σκλι (το) ουσ., σκυλί

σκλίκ’ (το) ουσ., σκουλήκι

σκλουκούτ’ (το) ουσ., σπίτι για σκύλους

σκουγμός (ο) ουσ., δάκρυα κι οδύνη

σκουτέλα ή σκτέλα [< λατ. Scutella >

scutum] (η) ουσ., κούπα, πιατέλα

σκουτουμπλιά (η) ουσ., πέσιμο

σκρούμπος (ο) ουσ., εντελώς καμένος,

καρβουνιασμένος

σκτιά (τα) ουσ., τα ρούχα

σ’μα επίρρ., σιμά

σ’νι (το) ουσ., 1. χαλκωματένιο ταψί μικρούς

βάθους, ιδανικό για πίτες, 2. σχοινί

σιούμπρα (η) ουσ., η ψίχα των καρυδιών

σουπακιάζω ρ., δέρνω αλύπητα

σούριασμα [<σώριασμα] (το) ουσ., πέσιμο

σπρι (το) ουσ., σπυρί

σπρούχνη (η) ουσ., (χόβολη) στάχτη με

κάρβουνα

σταρ’ (το) ουσ., σιτάρι, είδους δημητριακού

στατέρ (το) ουσ., είδος ζυγαριάς

στλιάρ’ (το) ουσ., 1. μακρύ και λεπτό

κομμάτι ξύλου, 2. ξύλο για τσαπί

στμπάω, [<στουμπίζω] ρ., χτυπάω

στμπήθκα ρ., στουμπίστηκα

στούκ’ (το) ουσ., το χαρτοπαίγνιο «21»

στουκάρω, τρακάρω, συναντώ

ανεπιθύμητα πρόσωπα

στρακαστρούκα (η) ουσ., κροτίδα

σφουγγάω, [<σφουγγίζω] ρ., σκουπίζω

σφρι (το) ουσ., σφυρί

Τ

τ’ς χάλεψα φρ. της ζήτησα

τ’ς άλλ’ς φρ., τους άλλους

ταΐ [<ταγή] (η) ουσ. τροφή για τα υποζύγια

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

τάλαρος (ο), στρογγυλό ξύλινο δοχείο για

τα τρόφιμα

τάλιαρο (το) ουσ., το νόμισμα τάλιρο

ταμπλάς [<τουρκ. tabla] (ο) ουσ. 1. δίσκος

ζυγαριάς. 2. [<τουρκ. damla] αποπληξία,

εγκεφαλικό

τέτζερης [<τέντζερης <τουρκ. Tencere]

(ο) ουσ., χάλκινη κατσαρόλα

Τετράδ’ (η) ουσ., η ημέρα Τετάρτη

τζανός (ο) ουσ., λαρύγγι

τζιο(υ)πάν’ς [<τσομπάνης] (ο) ουσ.,

γιδοβοσκός

τζιόκος (ο) ουσ., 1. ο αγκώνας, 2. το πίσω

μέρος του τσεκουριού

τζιόρας [< τζόρας] (ο) ουσ., 1. πεισματάρης,

ζόρικος, ξεροκέφαλος, π.χ. Τζιόρας είσαι

ντίπ, 2. άνθρωπος που δεν παίρνει στροφές

το μυαλό του

τλούπα (η) ουσ., το μαλλί που βάζουμε στη

ρόκα και το φτιάχνουμε γνέμα.

τλουπώθκα ρ., σκεπάστηκα ολόκληρος

τό ’υσες φρ., το έχυσες

τραΐ [< τράγος] (το) ουσ., τράγος

τραπέτσ’ (το) ουσ., πολύ ξυνό

τράω ρ., κοιτάζω

τριψιάνα ή τρίψα (η) ουσ., κομμάτια

ψωμιού μουσκεμένα σε γάλα

τρόγαλο (το) ουσ., γαλακτοκομικό είδος

τρυποφράχτ(η)ς (ο) ουσ., μικρό πουλί

που τρυπώνει στους φράχτες

τσάκνο (το) ουσ., πολύ λεπτό κλαδί,

χρησιμοποιείται συνήθως για το άναμμα

φωτιάς

τσάκσα, ρ., έσπασα

τσαούλ’ (το) ουσ., 1. στόμα, σαγόνι, γνάθοι,

2. φαφλατάς, πολυλογάς

τσάπος (ο) ουσ., ο τράγος

τσάρκος (ο) ουσ., μικρό χώρισμα στο οποία

βάζουν - κλείνουν τα μικρά κατσίκια και τα

πρόβατα

τσαφ’ (το) ουσ., πάγος

τσάχαλο (το) ουσ., μικρό σκουπίδι, σκόνη

τσέντζελο (το) ουσ., κουρέλι

τσιατάλ’ [<τσατάλι < τουρκ. catal] (το) ουσ.,

προεξέχον τμήμα, συνήθως ξύλου

τσιατμάς (ο) ουσ., μεσοτοιχία σπιτιών

(φτιαγμένη κυρίως με πλέγμα ξύλων και

ασβέστη)

τσίμα (η) ουσ., είδος μικρού ψαριού

τσιο(υ)κανάω ρ., 1. ευνουχίζω (για τα ζώα),

2. κοπανάω, χτυπάω

τσιόνος (ο) / τσιόνι (το) /τσιονίδι (το)

ουσ., μικρό πουλί, σπουργίτι

τσιουράπια [<τουρκ. corap] (τα) ουσ.,

κοντές πλεκτές χειροποίητες μάλλινες

κάλτσες για το χειμώνα

τσίπρο (το) ουσ., το τσίπουρο

(οινοπνευματώδες ποτό από την απόσταξη

των σταφυλιών)

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

τσιροπούλ’ (το) ουσ., μικρό πουλί

τσκάλι [<τσουκάλι ] (το) ουσ.,

χαλκωματένιος μαστραπάς

τσόλι ή τσιόλι [<τουρκ. cul] (τα) ουσ., 1.

φθαρμένο χαλί ή ρούχο, 2. μτφ. για πρόσ. ως

προσβλητικός χαρακτηρισμός, τιποτένιος,

πρόστυχος, 3. πληθ. τσόλια: τα χοντρά

σκεπάσματα, βελέντζες, κουρελούδες κλπ.

τσότσος (ο) ουσ., μικρός στο μέγεθος

τυλάω [< τυλίγω] ρ., τυλίγω

τφέκ’ (το) ουσ., τουφέκι, όπλο

τχάκ’ (το) ουσ., μικρός τοίχος

Υ

ύψωμα (το) ουσ., ο αγιασμός της

λειτουργιάς από τον παπά κατά την

ονομαστική εορτή

Φ

φαμπλιά (η) ουσ., η οικογένεια

φαρμακώθκα ρ., στενοχωρήθηκα

φκυάρ’ (το) ουσ., φτυάρι

φλάομαι ρ., φυλάγομαι

φλοέρας (ο) ουσ., άτομο πέρα βρέχει,

σουρωμένος

φραπ, ηχομιμητική λέξη, γρήγορη κίνηση

φσέκ’ [<πιθανότατα από το φισέκι] (το)

ουσ., μτφ. μεθυσμένος

φσκί [<φουσκί] (το) ουσ., οι κοπριές των

ζώων κατάλληλες για το λίπασμα των

χωραφιών

φσούνα [<φυσώ](η) ουσ., μτφ. ο

συναχωμένος

φτάω [<έφτυσα, αόρ. του φτύω< αρχ. πτύω]

ρ., φτύνω

φτερνίσκα ρ., φταρνίστηκα

φτχάω [<ευτυχώ] ρ., 1. πετυχαίνω, 2.

προφταίνω

φύτσα [< έφτυσα, αόρ. του φτύω < αρχ.

πτύω] ρ., έφτυσα

Χ

χαλεύω ρ., ζητάω, γυρεύω, αναζητώ

χαμπέρ’ [< τουρκ. haber] (το) ουσ., νέο,

αγγελία, μήνυμα, είδηση, μαντάτο

χαμπλά επίρρ., χαμηλά

χαρβαλόστομος [< χάρβαλο + στόμα] (ο)

επίθ., αυτός που λέει ασυναρτησίες και δεν

κρατάει μυστικά

χερόβουλο (το) ουσ., το δεμάτι από στάχυα

σιταριού, κριθαριού κλπ

χιράμ ή χεράμ’ ή χράμ’ [<χράμι <τουρκ.

ihram] (το) ουσ., είδος χειροποίητου

υφαντού, μάλλινο στρωσίδι ή

κλινοσκέπασμα

χλαπατσιάρ’ς (ο) επίθ., μτφ. ο αηδιαστικός

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

χλέπα (η) ουσ., φλέμα, ρόχαλο

χλιάρ’ (το) ουσ., κουτάλι

χλιάρα (η) ουσ., κουτάλα

χνέρ’ [< χουνέρι <τουρκ. hüner] (το) ουσ.,

πάθημα, ζημιά

χολιάω [< χολιάζω < χολή] ρ., 1. ανησυχώ,

στενοχωριέμαι, 2. οργίζομαι, θυμώνω

χουράφ’ (το) ουσ., χωράφι

χουριάτ’ς (ο) 1. ουσ., ο κάτοικος χωριού, 2.

μτφ. άξεστος, απολίτιστος άνθρωπος

χρωστιμιό ή χρωστίμ’ (το) ουσ., το χρέος

Ψ

ψήθκα ρ., κάηκα

ψιές [ < ψες, εψές <ὀψέ] επίρρ., εχθές

ψλα επίρρ., ψηλά

ψλα (τα) ουσ., ψιλά, μικρά νομίσματα

ψμάδ’ (το) ουσ., το όψιμο (τελευταίο) παιδί

ψόφσι ρ., πέθανε (για ζώα)

ψτούρα (το) ουσ., ψητό

Ω

ωρέ επίφ., μωρέ, βρε

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Τη γλώσσα μου έδωσαν αιτωλική

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Επίλογος:

Η ντοπιολαλιά μας, η τοπική μας γλώσσα…

Ιδιόμορφη, παράξενη σε πολλούς, αστεία σε άλλους,

"χωριάτικη" για τους πρωτευουσιάνους. Αυτή όμως μιλούσε η

γιαγιά και ο παππούς μας, αυτή μιλούν και οι γονείς μας. Μ' αυτή

μεγαλώνουμε κι εμείς…

Ας μην την εξαλείψουμε από την ομιλία μας, επειδή

ντρεπόμαστε γι’ αυτήν.

Νιώθουμε υπερήφανοι για τη γλωσσική ιδιαιτερότητα του

τόπου καταγωγής μας. Στηρίζουμε το τοπικό ιδίωμα.

Χρησιμοποιούμε αβίαστα, στην καθημερινή ζωντανή

προφορική επικοινωνία, όποτε η επικοινωνιακή περίσταση το

επιτρέπει, τη ντοπιολαλιά μας.

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

Βιβλιογραφία

• Ιστορία του Αρχαίου Κόσμου, ΟΕΔΒ, Έκδοση ΙΑ‘, Αθήνα, 2010

• Γ. Μπαμπινιώτης, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1985.

• Α.-Φ. Χριστίδης, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα (Ίδρυμα Μ.

Τριανταφυλλίδη), 2005.

• Κοντοσόπουλος Γ. Νικόλαος ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, Εκδόσεις

ΓΡΗΓΟΡΗ, 2008.

• Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2000

• ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΙ ΘΥΛΑΚΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

• http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSEPAL-

A103/249/1836,5920/indexa_2.html

• http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html

• http://www.xanthi.ilsp.gr/mnemeia/default.aspx

• http://lmgd.philology.upatras.gr/el/index.html

• http://abnet.agrino.org/index.htm

• http://www.komvos.edu.gr/

• http://lyk-therm.ait.sch.gr/ntopiolalies/entopiolalies.pdf

• http://www.greeklanguage.gr/

• http://ins.web.auth.gr/index.php?lang=el&Itemid=146

• http://www.academyofathens.gr/ilne/ecportal.asp?id=270&nt=18&lang=1

• http://www.scribd.com/doc/176830482

• http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/guide/thema_d1/index.html

• http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/studies/dialects/thema_b_2/index.html

• http://www.ime.gr/fhw/

Α1 τάξη Γενικού Λυκείου Ματαράγκας , σχολ. έτος 2013-14

• http://a1zichni.blogspot.gr/2012/02/blog-post_3486.html

• http://agriniomemories.blogspot.gr/2011/05/blog-post_19.html